Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Το μοιρολόι της Παναγιάς


Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουνε κι οι μετάνοιες,
το γιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τα ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι όταν της ηρθ’ ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κυρά μ’ ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,
κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Μίκης Θεοδωράκης: Γιάννη Ρίτσου Επιτάφιος







Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεύουν: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Καίτη Θύμη
Σολίστ μπουζουκιού: Μανώλης Χιώτης


Νίκος Γκάτσος: Μεγάλη Παρασκευή




Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
1η εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού
Δίσκος: Νυν και αεί (1974)




Στο περιβολάκι,
μπρος στην εκκλησιά,
έμοιαζες πουλάκι
σ' άγρια φυλλωσιά
Δυόσμο κι αγιοκέρι
κράταγες στο χέρι
κι έλεγες: "Ραβί
σώσε μας και πάλι!"
Ήτανε Μεγάλη
Παρασκευή

Νύχτες κι άλλες νύχτες,
γύρισε η χρονιά,
του πολέμου οι δείχτες
σήμαναν εννιά
κι είδαμε να βγαίνει
μ' όψη κολασμένη
μέσα απ' το κλουβί
το φριχτό τσακάλι
Ήτανε Μεγάλη
Παρασκευή

Τα παιδιά φευγάτα,
έρμα τα χωριά,
πάλευαν τα νιάτα
για τη λευτεριά
κι όταν ήρθα λίγο,
να σε δω πριν φύγω
Έκλαιγες βουβή με
σκυφτό κεφάλι
Ήτανε Μεγάλη
Παρασκευή

Γιώργος Μανιώτης: Μικρός Επιτάφιος








Διαβάζει η Βέρα Ζαβιτσιάνου.
Τραγουδά η Δήμητρα Γαλάνη, σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη.


Tάκης Παπατσώνης: Κατάνυξις Μεγάλης Παρασκευής




Η Παναγία με τη ρομφαία στα σωθικά εθρήνει
και τάβλεπε όλα σκοτεινά από την πικρήν οδύνη.
Που ο Άγγελός της στις φωτιές παράδερνεν, ο Γιος της,
των παρανόμων ταπεινός και πράος και γλυκός Σώστης.
Και εμείς, οι ευγενικοί θνητοί, φριχτά ας ταπεινωθούμε
με το φαρμάκι της Νηστείας και τέφραν ας λουσθούμε.
Και η θλίψη μας, μακριά από κάθε γήινα ζιζάνια,
ας υψωθεί ως κερί λιγνό, χλωμό, προς τη μετάνοια.


Πηγή

Tάκης Παπατσώνης: Περί του Ξύλου




Ψυχή μου, ευλόγα σήμερα πρωί, όλη τη μέρα
και την ακολουθούσα νύχτα όλη, το σωτήριο τούτο Ξύλο.
Πηγάζει απ’ τα σκοταδερά έγκατα των δασών.
Εκεί είναι η βασιλεία του, στολισμένο με φύλλα θροούντα.
Εκεί έρχεται σε κοινωνία με τις δροσιές της Νύχτας, με τα θάμπη
των Ημερών. Εκεί του περιπλέχουνται οι κισσοί και οι άλλες
περιπλοκάδες, γεννώντας την ιδέα της ομορφιάς και της αγάπης.
Σπάνιο είναι να τ’ αφήσουν να γεράσει, να τη ζήσει
την αιώνια ζωή, και σπάνιο είναι κεραυνός να τόβρει,
μήνυμα επουράνιο, ένωση ουρανού και γης με λάμψη ακαριαία
και θάνατος στο δάσος, όπως πρέπει.
Ψυχή μου, ευλόγα και την ώραν,
οπότε ξεκινάμε με τα πελέκια μιαν αυγή, άκαρδο, δουλευτικό
σμήνος οι υλοτόμοι. Γουρμάζει τότες η γραμμένη
σιωπηλή στιγμή της θυσίας. Με τα πολλά καταπέφτει
το θειότατο ξύλο. Του αποξεραίνουνται οι χυμοί.
Ξερό απομένει· και όμως ξερό, δεν έρχεται ολότελα
να το ξενώσει η ξεραΐλα από τις φυσικές του επιρροές.
Το διαβιβρώσκει η υγρασία ή το φουσκώνει. Του ανοίγει
ο χρόνος τις ρωγμές. Πιάνει σαράκι. Εχτός αν το προορίζουνε
για τις φωτιές, οπότε πάλι τρίζει, τρίζει, και αφού αναλάμψει,
τέφρα γίνεται, καθώς όλα. Είπα όμως σήμερα της ψυχής μου
να γράψει για το Ξύλο εκείνο το προορισμένο από αιώνων,
για το Ξύλο, που η γέννησή του βαστάει από τις πρώτες
της γης μας φύτρες. Ετούτο εκόπη για να γίνει
Ζυγός μέγιστος, θαυματουργός Στατήρας,
που εστήθηκε στη μέσην ακριβώς του χρόνου
για να ζυγιάσει την κούφιαν έγνοια των ανθρώπων.
«Δεν είναι δάσος, που να προσφέρει ξύλο παρόμοιο».
Το Ξύλο αυτό δεν είναι διόλου ύλη απαθής.
Έχει ψυχή και δείχνει τη κάθε τόσο.
Ενώ κατάξερο είναι και κομμένο, όμως ανθεί
και μέσα του μυκάται και αναβράζει χυμός σεβάσμιος.
Δε θα ξετάξω το γιατί έφερε Λύτρωση το Ξύλο ετούτο.
Ούδε ποια Λύτρωση. Ψυχή μου, θέλω μόνο να ευλογήσεις
την ουσία του Ξύλου, οπόθε αχτινοβόλησε του κόσμου η λάμψη.
Και την ευγένεια που του εδόθη ένα πρωί, όταν ποτίστη
μέχρι του βάθους των φλεβών του από αίμα εξαγοραστικό
και ζωογόνο. Ποιο βάρος φορτώθηκε! Ποιον πόνο
φορτώθηκε! Όλου του κόσμου! Του καθηλώθησαν
όλοι οι δρυμοί της αγωνίας. Χαίρε, Σταυρέ, που μ’ όλα,
μονάχη ελπίδα εσύ αποβαίνεις στις ερημώσεις.


Κωστής Παλαμάς: Θάνατος παλληκαριού



Κανείς δεν έπεσε να κοιμηθή, όλοι αγρυπνούσαν· πού να κλείσουν μάτι τέτοια χρονιάρα νύχτα; Νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Ό,τι πέρασαν τα μεσάνυχτα, βουβές οι καμπάνες και στις τρεις εκκλησούλες του Θαλασσοχωριού. Σωπαίνουν κ' οι καμπάνες για του Χριστού τα πάθη, σα νάχουν κι αυτές ανθρώπινη ψυχή και δε απορούν απ' το βαθύ καημό τους ούτε να ξεφωνίσουν. Μόνο τα ξύλινα τριτσόνια ξεκουφαίνουν τον κόσμο στων παιδιών τα χέρια· τρέχουν τα παιδιά, κι από γειτονιά σε γειτονιά, κι από πόρτα σε πόρτα, και τα χτυπούνε με κακό και με φωνές: «Ώρα για την εκκλησά! Ώρα για την εκκλησά!» Κ' οι λιγοστοί που απομένουν βάρυπνοι, πετειούνται ξαφνισμένοι και τρέχουν στο παράθυρο, θαρρώντας πως γλυκοχαράζει και πως περνάει κάτου ο επιτάφιος. Για την αγάπη του Χριστού, μια φορά το χρόνο, τη Μεγάλη Παρασκευή, βουβαίνοντ' οι καμπάνες του Θαλασσοχωριού, εκείνες μόνο γιατί, απ' άκρη σ' άκρη, το θαλασσοχώρι σηκώνεται στο πόδι, για την αγάπη πάλι του Χριστού, μια φορά το χρόνο, τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Διονύσιος Σολωμός: Ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυθος




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1
«Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΙΚΡΑΙΝΕΤΑΙ»
1. Ἐγὼ Διονύσιος Ἱερομόναχος, ἐγκάτοικος στὸ ξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Λύπιου, γιὰ νὰ περιγράψω ὅ,τι στοχάζουμαι λέγω:

2. Ὅ,τι ἐγύριζα ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἅγιου Διονυσίου, ὁποὺ εἶχα πάει γιὰ νὰ μιλήσω μὲ ἕναν καλόγερο, γιὰ κάτι ὑπόθεσες ψυχικές.

3. Καὶ ἤτανε καλοκαίρι, καὶ ἦταν ἡ ὥρα ὁποὺ θολώνουνε τὰ νερά, καὶ εἶχα φθάσει στὰ Τρία Πηγάδια, καὶ ἦταν ἐκεῖ τριγύρου ἡ γῆ ὅλο νερά, γιατὶ πᾶνε οἱ γυναῖκες καὶ συχνοβγάνουνε.

4. Ἐσταμάτησα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ Τρία Πηγάδια, καὶ ἀπιθώνοντας τὰ χέρια μου στὸ φιλιατρὸ τοῦ πηγαδιοῦ ἔσκυψα νὰ ἰδῶ ἂν ἤτουν πολὺ νερό.

5. Καὶ τὸ εἶδα ὡς τὴ μέση γιομάτο καὶ εἶπα: Δόξα σοι ὁ Θεός.

6. Γλυκιὰ ἡ δροσιὰ ποὺ στέρνει γιὰ τὰ σπλάχνα τοῦ ἀνθρώπου τὸ καλοκαίρι, μεγάλα τὰ ἔργα του καὶ μεγάλη ἡ ἀφχαριστία τοῦ ἄνθρωπου.

7. Καὶ οἱ δίκαιοι κατὰ τὴ θεία Γραφὴ πόσοι εἶναι; Καὶ συλλογίζοντας αὐτὸ ἐπαίξανε τὰ μάτια μου στὰ χέρια μου ὁποὺ ἤτανε ἀπιθωμένα στὸ φιλιατρό.

8. Καὶ θέλοντας νὰ μετρήσω μὲ τὰ δάχτυλα τοὺς δίκαιους, ἀσήκωσα ἀπὸ τὸ φιλιατρὸ τὸ χέρι μου τὸ ζερβί, καὶ κοιτώντας τὰ δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ εἶπα: Τάχα νὰ εἶναι πολλά;

9. Καὶ ἀρχίνησα καὶ ἐσύγκρενα τὸν ἀριθμὸ τῶν δικαίων ὁποὺ ἐγνώριζα μὲ αὐτὰ τὰ πέντε δάχτυλα, καὶ βρίσκοντας πῶς ἐτοῦτα ἐπερισσεύανε ἐλιγόστεψα τὸ δάχτυλο τὸ λιανό, κρύβοντάς το ἀνάμεσα στὸ φιλιατρὸ καὶ στὴν ἀπαλάμη μου.

10. Καὶ ἔστεκα καὶ ἐθεωροῦσα τὰ τέσσερα δάχτυλα γιὰ πολλὴ ὥρα, καὶ αἰστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατὶ εἶδα πὼς ἤμουνα στενεμένος νὰ λιγοστέψω, καὶ κοντὰ στὸ λιανό μου δάχτυλο, ἔβαλα τὸ σιμοτινό του στὴν ἴδια θέση.

11. Ἐμνέσκανε τὸ λοιπὸν ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὰ μάτια μου τὰ τρία δάχτυλα μοναχά, καὶ τὰ ἐχτυποῦσα ἀνήσυχα ἀπάνου στὸ φιλιατρὸ γιὰ νὰ βοηθήσω, τὸ νοῦ μου νὰ εὕρει κάνε τρεῖς δίκαιους.

12. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀρχινήσανε τὰ σωθικά μου νὰ τρέμουνε σὰν τὴ θάλασσα ποὺ δὲν ἡσυχάζει ποτέ,

13. ἀσήκωσα τὰ τρία μου ἕρμα δάχτυλα καὶ ἔκαμα τὸ σταυρό μου.

14. Ἔπειτα θέλοντας νὰ ἀριθμήσω τοὺς ἀδίκους, ἔχωσα τὸ ἕνα χέρι μὲς στὴν τσέπη τοῦ ράσου μου καὶ τὸ ἄλλο ἀνάμεσα στὸ ζωνάρι μου, γιατὶ ἐκατάλαβα, ἀλίμονον! πῶς τὰ δάχτυλα δὲν ἐχρειαζόντανε ὁλότελα.

15. Καὶ ὁ νοῦς μου ἐζαλίστηκε ἀπὸ τὸ μεγάλον ἀριθμό· ὅμως μὲ παρηγοροῦσε τὸ νὰ βλέπω πὼς καθένας κάτι καλὸ εἶχε ἀπάνου του. Καὶ ἄκουσα ἕνα γέλιο φοβερὸ μὲς στὸ πηγάδι καὶ εἶδα προβαλμένα δυὸ κέρατα.

16. Καὶ μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ μου, περσότερο ἀπὸ ὅλους αὐτούς, ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος, ἡ ὁποία πολεμάει νὰ βλάφτει τοὺς ἄλλους μὲ τὴ γλώσσα καὶ μὲ τὰ ἔργατα, καὶ ἦταν ἔχθρισσα θανάσιμη τοῦ ἔθνους.

17. Καὶ γυρεύοντας νὰ ἰδῶ ἐὰν μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ψυχή, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναβράζει ἡ κακία τοῦ Σατανᾶ, ἂν ἔπεσε ποτὲ ἡ ἀπεθυμιὰ τοῦ παραμικροῦ καλοῦ,

18. ἔπειτα ποὺ ἐστάθηκα νὰ συλλογιστῶ καλά, ὕψωσα τὸ κεφάλι μου καὶ τὰ χέρια μου στὸν οὐρανὸ καὶ ἐφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πὼς γυρεύω ἕνα κλωνὶ ἁλάτι μὲς στὸ θερμό.

19. Καὶ εἶδα πῶς ἐλάμπανε ἀπὸ πάνου μου ὅλα τ᾿ ἄστρα, καὶ ἐξάνοιξα τὴν Ἀλετροπόδα, ὅπου μὲ εὐφραίνει πολύ.

20. Καὶ ἐβιάσθηκα νὰ κινήσω γιὰ τὸ ξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Λύπιου, γιατὶ εἶδα πὼς ἐχασομέρησα, καὶ ἤθελα νὰ φθάσω γιὰ νὰ περιγράψω τὴ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος.

21. Καὶ ἰδοὺ καμία δωδεκαριὰ ψωρόσκυλα ποὺ ἠθέλανε νὰ μοῦ ἐμποδίσουν τὸ δρόμο,

22. καὶ μὴ θέλοντας ἐγὼ νὰ τὰ κλοτσοβολήσω γιὰ νὰ μὴν ἐγγίξω τὴν ψώρα καὶ τὰ αἵματα πούχανε, ἐστοχασθήκανε πῶς τὰ σκιάζουμαι,

23. καὶ ἤρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· ὅμως ἐγὼ ἐκαμώθηκα πὼς σκύφτω νὰ πάρω πέτρα,

24. καὶ ἔφυγαν ὅλα καὶ ἐξεθύμαιναν τὰ κακορίζικα ψωριασμένα τὴ λύσσα τους, τὸ ἕνα δαγκώνοντας τὸ ἄλλο.

25. Ἀλλὰ ἕνας ὅπου ἐδιαφέντευε κάποια ἀπὸ τὰ ψωρόσκυλα ἐπῆρε κι αὐτὸς μιὰ πέτρα,

26. καὶ βάνοντας ὁ ἄθεος γιὰ σημάδι τὸ κεφάλι ἐμὲ τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἱερομόναχου δὲν τὸ πίτυχε. Γιατὶ ἀπὸ τὴ βία τὴ μεγάλη, μὲ τὴν ὁποίαν ἐτίναξε τὴν πέτρα, ἐστραβοπάτησε καὶ ἔπεσε.

27. Ἔτσι ἐγὼ ἔφτασα στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Λύπιου παρηγορημένος ἀπὸ τὲς μυρωδὶες τοῦ κάμπου, ἀπὸ τὰ γλυκότρεχα νερὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀστρόβολον οὐρανό, ὁ ὁποῖος ἐφαινότουνα ἀπὸ πάνου ἀπὸ τὸ κεφάλι μου μία Ἀνάσταση.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Χωρίς στεφάνι



Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στό σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.

Κι ετήρει όλα τά χρέη της τά κοινωνικά, καί μετήρχετο τά οικιακά έργα της, καλύτερ᾽ από καθεμίαν. Είχε δέ μεγάλην καθαριότητα εις τό σπίτι της, κι εις τά κατώφλιά της, πρόθυμη ν᾽ ασπρίζει καί νά σφουγγαρίζει χωρίς ποτέ νά βαρύνεται, καί χωρίς νά δεικνύει τήν παραξενιάν εκείνην, ήτις είναι συνήθης εις όλας τάς γυναίκας τάς αγαπώσας μέχρις υπερβολής τήν καθαριότητα. Καί όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τ᾽ ασπρίσματα καί τά πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε τό πάτωμα ν᾽ αστράφτει, καί τόν τοίχον νά ζηλεύει τό πάτωμα.

Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη καί αυτή άναφτε τήν φωτιάν της, έστηνε τήν χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τά πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε τήν λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρείς φορές τ᾽ αλεύρι, κι εζύμωνε καθαρά καί τεχνικά τίς κουλούρες, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τά κόκκινα αυγά.

Καί τό βράδυ, όταν ενύχτωνε, δέν ετόλμα νά πάγει ν᾽ ανακατωθεί μέ τάς άλλας γυναίκας διά ν᾽ ακούσει τά Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε νά ήτον τρόπος νά κρυβεί οπίσω από τά νώτα καμιάς υψηλής καί χονδρής, ή εις τήν άκραν ουράν όλου τού στίφους τών γυναικών, κολλητά μέ τόν τοίχον, αλλ᾽ εφοβείτο μήπως γυρίσουν καί τήν κοιτάξουν.

Τήν Μεγάλην Παρασκευήν όλην τήν ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τά νιάτά της, καί τά φίλτατά της όσα είχε χάσει, καί ονειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε νά πάγει κι αυτή τό βράδυ πρίν αρχίσει η Ακολουθία ν᾽ ασπασθεί κλεφτά-κλεφτά τόν Επιτάφιον, καί νά φύγει, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα τήν ίασίν της από τόν Χριστόν. Αλλά τήν τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε νά σκοτεινιάζει, τής έλειπε τό θάρρος, καί δέν απεφάσιζε νά υπάγει. Τής ήρχετο παλμός.

Κώστας Κρυστάλλης: Πάσχα στον Πίνδο



Ὅλο τὸ χειμῶνα ὁ Πίνδος μένει βουβός, ἥσυχος δὲν ἀκούγεται
καθόλου. Νομίζει κανείς, πὼς κοιμᾶται κάτω ἀπ’ τὸ παχὺ κάτασπρο πάπλωμα τῶν χιονιῶν, βυθισμένος σ’ ἕναν ὕπνο ὁλοκλήρων μηνῶν.
Οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν, ποὺ οἱ μισοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι τσοπάνηδες, κατεβαίνουν τότε μαζὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους στὰ χειμαδιά. Ἀπ’ ὅσους μένουν ἐκεῖ, οἱ ἄνδρες, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καμμιὰ δουλεια πάνω στὶς ἄγονες κορυφὲς του, ξενιτεύονται σὲ χῶρες μακρινὲς, γιὰ νὰ ἐξοικονομήσουν τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς.
Μένουν λοιπὸν ἐκεῖ μερικοὶ γέροντες, ἀπόστρατοι τῆς βιοτικῆς πάλης, ποὺ ταράσσουν μὲ τὶς πολύλογες συζητήσεις των τὴ μονο- τονη ἐρημιὰ τῶν μεσοχωριῶν καὶ τὴ σιγαλιὰ τῶν χαγιατὶῶν τῆς κάθε ἐκκλησιᾶς, καθὼς καὶ ἀρκετὲς γυναῖκες καὶ κοπέλλες.

Ν.Γ. Πεντζίκης: Ἔρως τῆς Ἐκκλησίας

 

Νικολάου Γαβριὴλ Πεντζίκη, Πρὸς Ἐκκλησιασμό,
Ἐκδόσεις Πατριαρχικὸν Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 61-67


Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (δεξιά) με τον ζωγράφο Γιώργο Παραλή, το 1952, στο Αγιον Όρος
Μιὰ ξεχωριστὴ σωματικὴ αἴσθηση, ἐν Καβάλᾳ προσφάτως, μ᾿ ἔκαμε νὰ καταλάβω ὅτι ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία· τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ἄλλη μέρα ἐξηγοῦσα σὲ φίλους, ὅτι ἡ αἰσθηματικὴ αὐτὴ τοποθέτηση ἔλυε ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ μπορεῖ νά ῾χει ὁ ἄνθρωπος.
Ἐκεῖνοι ἔδειξαν πὼς σεβόντουσαν τὰ αἰσθήματά μου σὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιοτροπίες μου, ἀλλὰ δὲν συμφωνῆσαν μαζί μου ὅτι ἡ Ἐκκλησία χωράει τὰ πάντα. Ἀνάφεραν ὅτι, καὶ σὰν ἀρχιτεκτονικὸ κτίσμα καὶ σὰν ἠθικὸς θεσμός, βρισκόταν σὲ παρακμή, στόν τόπο μας σήμερα. Εἶπαν ὅτι οὔτε μιὰ ὄμορφη ἢ ἱστορικὰ σημαντικὴ ἐκκλησία ὑπάρχει, ἐπὶ παραδείγματι στὴν πόλι τους, παρ᾿ ὅλο ὅτι αὐτή, πρώτη σ᾿ ὅλη τὴν Εὐρώπη, ὑποδέχτηκε τὸν Μέγαν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν.
Ἐσυνέχισαν τέλος μὲ σχόλια γύρω ἀπὸ τὴ μόρφωση καὶ ἠθικὴ τῶν σημερινῶν ἱερωμένων. Μοῦ θύμησαν τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ πέσαν ἀπάνω μου, σὰν ἀγάπησα μιὰ κοπέλλα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τους δὲν ἄξιζε.
Συλλογίστηκα λοιπὸν τὸ θάῤῥος, ἔναντι σὲ κάθε συμβατικὴ κοινωνικὴ ἀξιολόγηση, τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, ποὺ παντρεύτηκε πόρνη καὶ δὲν ἐπιχείρησα ν᾿ ἀπαντήσω μὲ λογικές, πιθανές, ὀρθὲς ἀντιῤῥήσεις. Τὸ ἐναντίον, ὑπερθεμάτισα σὲ ὅσα ἔλεγαν. Μπορεῖ, ἐτόνισα, αὐτὸ ποὺ συνήθως ἐννοοῦμε ὡς Ἐκκλησία, τὸ κτήριο ἢ ὁ κοινωνικὸς θεσμός, οἱ πέτρες καὶ ἡ λάσπη ἢ ὁ κάθε ταλαίπωρος θνητὸς ποὺ τὴν ὑπηρετεῖ, ὄχι μονάχα σήμερα, ἀλλὰ οὐδέποτε νὰ μὴν ὑπῆρξαν ἀξιόλογα. Ἐν συνεχείᾳ μάλιστα, πρὸς ἐπίῤῥωση τῶν λεγομένων μου, ἐπρόσθεσα καὶ σχετικὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴν Ἀπόκρυφη ἱστορία τοῦ Προκοπίου κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλους Βυζαντινοὺς Χρονογράφους. Τὸ ζήτημα ὅμως ἐν τέλει, ὑπογράμμισα, δὲν εἶναι νὰ ἐξετάσουμε, ἂν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πράττουμε τὸ καλό, παρὰ ἐὰν εἶναι, ναὶ ἢ ὄχι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατὰ συγκατάβαση ἡ Ἐκκλησία μας, ἐν Χριστῷ δωρεά, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξή μας, ἀσχέτως ἂν ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος βίου τὴν κατασπιλώνουμε.

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Tάκης Παπατσώνης: Η Κυριακή των Βαΐων



Τρεις Καλογέροι εβαίνανε τη χαραυγή στη στράτα
για ν’ ανασάνουν του πρωιού τ’ αεράκια τα μοσχάτα·
και στο μισόφωτο, γλυκά γλυκά, σαν Υμνωδία
αγγέλων, σκόρπισε θαμπή μιαν άγια μυρωδία,
που κάθισε απαλά, ως λυγμός, στα κούφια μεσοκάρδια
των Καλογέρων, που διψάαν για τέτοια όμορφα χάδια·
λιγώνουνται οι ταλαίπωροι, κι αγιάζουν, και φιλούσιν
τους ώμους τους, νομίζοντας πως, τάχα, ιερουργούσιν
πασχαλινές Αγάπες, και, δίχως ορμή ανασαίνουν
το στάλαγμα της μυρωδίας, και το μεταλαβαίνουν.
Κι ευθύς ο γεροντότερος σιγηλά καβαλάει
κάποιο γαϊδούρι, που έβοσκε στον Κάμπο εκεί πλάι,
και η ακολουθία των άλλων δυο, ίδιο αγιαστό κοπάδι,
διαβαίνουν με τον Σεβαστόν Ηγούμενον ομάδι,
όσο που φτάνουν σοβαρά, επισκοπικά, στο Φρούριο,
στο Μοναστήρι, πούν’ μακριά από κάθε τι καινούργιο,
και με σφυράκια ολάργυρα βροντάν τη στέρεα πόρτα
(που ανοίγουν τα δυο φύλλα της, και στέκουνται ολόρθα,
γιγαντωμένα), και στρατοί Μαυροφόρων Οσίων
τιμώσι τον Ηγούμενον, με κλάδους των Βαΐων.

Και ύστερα, καθώς είν’ λευκοί από την πολλή νηστεία,
σφαλάν την Πύλη, κι αρχινάν την ιεροτελεστία.
Τι δεν οραματίζεται τινάς σε κεια τα βάθη,
που μέλλουνται να θρηνηθούν πιστά τα τίμια Πάθη.
Θυμιατά, Αξαφτέρυγα, Λάβαρα, σ’ έναν γύρον
Διακόνους, φέρνοντας το Φως των Δικηροτρικήρων,
και Στέμματα χρυσάργυρα, και πένθιμα Ωμοφόρια,
(βελούδα, με κεντήματα λευκών ανθών), - και χώρια
τις μελωδίες από τις Άρπες, και από τα Βιολίνα,
και από το Θείον Όργανον, ή από τ’ απλά Κλαρίνα,
ή απ’ τις φωνές των δυο Χορών, που κλαίνε αληθινά
ψέλνοντας το θριαμβευτικό και πένθιμο Ωσαννά!
………………… Μετά, στα Εσπερινά,
αφού τελειώσει η τελετή των πράσινων Βαΐων,
τα ορναμέντα κρύβουσι, και ψέλνουν το Νυμφίον.


Πηγή

Σάββατο 23 Απριλίου 2016

«Ω, φυλαχτείτε, άρχοντά μου από τη ζήλια!»




Τετρακόσια χρόνια
από την εκδημία
του William Shakespeare


Ιάγος: Ω, φυλαχτείτε, άρχοντά μου από τη ζήλια! Αυτή τη λάμια με τα φαρμακερά μάτια που βασανίζει τη σάρκα που τη θρέφει. Ο απατημένος ζει μακάριος, άμα τη μοίρα του αποδέχεται και διόλου δεν αγαπάει εκείνη που τον ντροπιάζει. Όμως, τι κόλαση περνάει αυτός που λατρεύει ενώ αμφιβάλλει, υποψιάζεται, ενώ με πάθος αγαπάει"
(Πράξη Ι, σκηνή ΙΙΙ, ).

Δυσδαιμόνα: Σκότωσέ με αύριο, άσε με να ζήσω απόψε.
Οθέλος: Όχι, κι αν τολμήσεις να φέρεις αντίσταση...
Δυσδαιμόνα: Μισή ώρα μόνο χάρισέ μου.
Οθέλος: Τώρα πια δεν παίρνει ούτε λεπτό αναβολή.
Δυσδαιμόνα: Μια προσευχή να πω.
Οθέλος: Πολύ αργά!
(Πράξη V, σκηνή II)


Η μετάφραση των αποσπασμάτων ακήκει στον προσφάτως αποδημήσαντα Ερρίκο Μπελιέ.


Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Νίκος Καρούζος: Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα...




Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαράματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου
λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη—
της χαραυγής μικρά εστιατόρια
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.
Η Αττική τη νέαν ημέρα υφαίνε στα μάτια
πονούσαν μέσ’ στους άδειους δρόμους τα βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.
Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα.
Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν...
Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού στο κρύο τόσο λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.
Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή...
Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.
Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.
Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων
ψηλά στο ξημέρωμα.
Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Ευριπίδης: Βάκχαι







*Μετάφραση Κώστας Βάρναλης*
*Μουσική Αργύρης Κουνάδης*
*Παίζουν με τη σειρά που ακούγονται Νίκος Χατζίσκος, Κάκια Παναγιώτου, Πίτσα Καπιτσινέα, Έλλη Βοζικιάδου, Έλλη Ξανθάκη, Βέρα Δεληγιάννη, Όλγα Τουρνάκη, Μαρία Μοσχολιού, Ολυμπία Παπαδούκα, Ελένη Ρήγα, Γιάννης Αποστολίδης, Γκίκας Μπινιάρης, Θάνος Κωτσόπουλος, Φοίβος Ταξιάρχης, Στέλιος Βόκοβιτς, Ελένη Ζαφειρίου*
*Σκηνοθεσία Μήτσος Λυγίζος*

Αἰσχύλος: Προμηθεὺς Δεσμώτης




Αἰσχύλου Προμηθεὺς Δεσμώτης
μετάφραση: Ι. Γρυπάρη

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Κράτος
Χθονὸς μὲν ἐς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον,
Σκύθην ἐς οἷμον, ἄβατον εἰς ἐρημίαν.
Ἥφαιστε, σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολὰς
ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο, τόνδε πρὸς πέτραις
Κράτος
Να μας στα πέριορα τ' αλαργινά του κόσμου
στους έρημους κι απάτητους Σκυθικούς δρόμους.
Τώρα δουλειά σου, ω Ήφαιστε, όσα ο πατέρας
πρόσταξε, να γνοιαστείς, και τον άνομο τούτο
5ὑψηλοκρήμνοις τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι
ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις.
τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας,
θνητοῖσι κλέψας ὤπασεν. τοιᾶσδέ τοι
ἁμαρτίας σφε δεῖ θεοῖς δοῦναι δίκην,
στα βράχια στους ψηλούς γκρεμούς να πεδικλώσεις
μ' αλύσων ασύντριφτα δεσμά ατσαλένια,
γιατί έκλεψε της πάντεχνης φωτιάς τη φλόγα,
-τ' άνθος σου εσένα- και το χάρισε τ' ανθρώπου.
Τέτοιο κρίμα χρωστάει λοιπόν να μας πλερώσει,
10ὡς ἂν διδαχθῇ τὴν Διὸς τυραννίδα
στέργειν, φιλανθρώπου δὲ παύεσθαι τρόπου.
για να μάθει του Δία την εξουσία να στρέγει
και τους φιλάνθρωπους τους τρόπους του ν' αφήσει.

Σοφοκλής: Φιλοκτήτης




ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αὐτή λοιπόν, Νεοπτόλεμε, εἶναι ἡ Λῆμνος· [1]
μιά πέτρα γῆ ἀκατοίκητη στή μέση τοῦ νεροῦ.
Ὅταν ἐσύ μεγάλωνες στήν ἱσχυρή Ἑλλάδα τοῦ Ἀχιλλέα,
ἐμένα μέ ὑποχρέωναν Ἕλληνες ἰσχυροί,[2]
νά ἐγκαταλείψω ἐδῶ τόν Μηλιά τοῦ Ποίαντα· [3]
μόνο, μέ μόνο σύντροφο τή φρίκη μιᾶς πληγῆς [4]
πού χόρταινε τό αἷμα καί τή σάρκα τοῦ ποδιοῦ του.
Ἐκτελοῦσα ἐντολές. Ὅμως κι ἐκεῖνος...
δέν ἄφηνε στιγμή σέ ἡσυχία τό στρατό.
Ἀναστέναζε, βογκοῦσε, καταριόταν!

Ευριπίδης: Μήδεια



Ευριπίδη Μήδεια

Μετάφραση Π. Πρεβελάκη

1ο Επεισόδιο (1-95)

  Τόπος η Κόρινθο. Μπροστά στο σπίτι της Μήδειας.
Μιά γριά δουλεύτρα βγαίνει απ' το σπίτι.
ΤΡΟΦΟΣΠΑΡΑΜΑΝΑ
 Εἴθ΄ ὤφελ΄ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος 
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας͵ 
μηδ΄ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε 
τμηθεῖσα πεύκη͵ μηδ΄ ἐρετμῶσαι χέρας 
ἀνδρῶν ἀρίστων. οἳ τὸ πάγχρυσον δέρας 
Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν΄ ἐμὴ 
Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ΄ Ἰωλκίας 
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ΄ Ἰάσονος· 
οὐδ΄ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας 

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου: Ο κατάδικος



Είσαι ένα μικρό, μαδημένο τριαντάφυλλο
σε αδειασμένο λουτήρα

Μια πεσμένη καρέκλα, η απλά, ένα φύσημα
πίσω από μια άσπρη κουρτίνα

Είσαι η στάχτη στο βαθύ σου ξημέρωμα
σωριασμένη σε χίλια κεντίδια

Είσαι ένα σώμα από αίμα και αλάβαστρο
καμωμένο για εφήβους και νήπια


ΩΔΕΣ ΣΤΟΝ ΠΡΙΓΚΙΠΑ (1991)

Ο Μάνος Ελευθερίου για το τραγούδι





''


Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Αλέξης Αντωνόπουλος: Οδηγίες για Κτήνη




Μέθυσε, κλάψε στο τρένο,
ρίξε τα κόκκαλα σου σε τοίχους.
Μόνο μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.

Ούρλιαξε, χτύπα τα μαξιλάρια,
αγκάλιασε τα μαξιλάρια για να σε βρει ο ύπνος.
Μόνο μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.

Μίσησε τον Θεό, προστάτευσε τον Θεό·
και τα δύο ταυτόχρονα αν θες.
Μόνο μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.

Μην πεθάνεις με τεντωμένα δάχτυλα.
Μην πεθάνεις προσπαθώντας να φτάσεις ένα χέρι
που κάποτε ήταν εκεί.


Κυριακή 17 Απριλίου 2016

K. Γ. Καρυωτάκης: Αποστροφή



Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.

Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.

Χορός ημιπαρθένων, δυο δυο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβευτικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.

Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.

Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τα μητέρας».

Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλη,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!

Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…


Μάνο Ελευθερίου: Θάνατος στην επαρχία




(ανάμνηση Κ.Γ. Καρυωτάκη)

Τα νιάτα τους σημαία διπλωμένη.
Φαρμάκι πίνουν όρθιοι να σταθούν.
Τις Ώρες που γυρνούν οι πεθαμένοι
μονάχα αυτοί με λύπη τούς πενθούν.

Ανώνυμα συχνά τα γράμματά τους.
Κατασκευάζουν σχέσεις και δεσμούς.
Λιωμένο ρούχο γίνεται η καρδιά τους.
Μεθούν κι έχουν συχνά παροξυσμούς.

Στα μαγαζιά τους στέκουν στοιχειωμένοι.
Στο θλιβερό υπάλληλο ξεσπούν.
Σε μια κηδεία όλοι παγωμένοι
τους φίλους σαν εχθρούς ακολουθούν.

Με τις γυναίκες ζουν δυστυχισμένα
–έχουν πολέμους, λες, με Αγαρηνούς–.
Κι όλα κρυφά, σιγά κι αρρωστημένα
μην ακουστούν ποτέ στους διπλανούς.

Γερνούν, παραφυλούν, κατασκοπεύουν.
Κλειστές οι πόρτες. Ξέρουν και τι τρως.
Με κόλπο δυο φτερά κρυφά σου κλέβουν.
Το μίσος γιατρικό τους και γιατρός.

Στα καφενεία μόνοι τους συχνάζουν.
Πίνουν καφέ. Κοιτούν ποιος τους κοιτά.
Γελούν μ’ ό,τι συμβεί και σχολιάζουν.
Χιονίζει απόψε φως του θανατά.

Κορίτσια λυρικά τα όνειρά τους –
θα γίνουν σκύλες αν τους αρνηθούν.
Ξαναμετρούν με τρόμο τα έξοδά τους.
Αγρίεψε η ζωή. Θα τρελαθούν.

Γυναίκες, που είχαν μοίρα για να γίνουν
ποτάμια, δέντρα κι άστρα με φιλιά,
το σώμα τους μονάχες πια το γδύνουν
και στον καθρέφτη ακούν την πιστολιά.

Στο τέλος ζουν μες στα γηροκομεία
κι ο αγέρας έξω αφρίζει και λυσσά.
Τις σάρκες της θα τρώει η επαρχία
ντυμένη τέτοιες ώρες στα χρυσά.


Dylan Thomas: Εκεί που μια φορά τα νερά της όψης σου




Εκεί που μια φορά τα νερά της όψης σου
Στις έλικές μου εστριφογύριζαν, πνέει η ξερή σου αύρα τώρα,
Και του νεκρού γυρνάει το μάτι ανάποδα·
Εκεί που μια φορά οι τρίτωνες προβάλλανε την κόμη τους
Μέσ’ απ’ τους δικούς σου πάγους, άνεμος ξερός σφίγγει το τιμόνι
Και δολιχοδρομεί μέσ’ απ’ αλάτι τώρα και ρίζες και αβγοτάραχο.

Εκεί που μια φορά οι πράσινές σου εβούλιαζαν αρθρώσεις
Στο παλαμάρι της παλίρροιας τους αρμούς τους, διαβαίνει τώρα
Ο πράσινος διαλύτης, με λαδωμένο
Το ψαλίδι του, με το μαχαίρι αδέσποτο στο πλάι, να κόψει
Τους διαύλους στην πηγή τους, υγρούς καρπούς να δρέψει.

Αόρατες οι χρονομετρημένες σου παλίρροιες
Στις κλίνες τις ερωτικές ξεσπάνε των βοτάνων,
Του έρωτα ξεραίνεται –το βλέπεις– το ζιζάνιο·
Τριγύρω από τις πέτρες σου οι σκιές
Πηγαίνουν των παιδιών που μέσ’ απ’ τα κενά τους
Μπήχνουν φωνές στη θάλασσα, φωνάζουν στα δελφίνια της.

Στεγνά σαν τάφοι τα βαμμένα βλέφαρά σου,
Δεν θα μανταλωθούν όσο θα γλιστράει μαγική
Στη γη η σοφία, στα ουράνια·
Κοράλια θε να κατοικούν την κλίνη σου,
Και φίδια μέσα στις παλίρροιές σου θά ’ναι,
Ίσαμε και η τελευταία πίστη να πεθάνει – πίστη στη θάλασσα.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Guillermo Pilía: Άναυδος έμεινα



Ματαίως έψαχνα τις λέξεις χθες
που μεταφράζουν μεγαλύτερη αγιότητα
από εκείνη των γυμνών κορμιών μας,

άλλον άνεμο, και πιο μεγάλον,
άλλες χειρονομίες πιο ελεύθερες από δεσμεύσεις
στον ηλιακό χορό μέσα της ύπαρξης.

Και ποιάν ασήμαντη φλυαρία εκράδαινα,
τη χαρά για να πω του αρώματος
που έπλεε στον πρωινό αέρα...

Και άναυδος έμεινα σαν πήγα να το πω,
όταν με σάρωσε, όταν με λάβωσε ο άνεμος
κι έχω γίνει του φωτός μελλοθάνατος.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Γιώργος Κεντρωτής: Ναπολιτάνικη νύχτα




Με σπούδα και με βιά πολλή (ναι! Σολωμός… Κορνάρος…)
ως λιονταριού πατημασιές η φύση των πραμάτω
ξεπρόβελνε από μέσα μας κι ελάμπαζε σα φάρος

που κηλιδώνει πορφυρό το πέλαγο το αφράτο,
και τις υπόνοιες των ριπών που κλείνει η απόγειος αύρα
τις άνοιγε να χάσκουν και τις βάφτιζε ώς τον πάτο.

Οι παφλασμοί οι βραχείς των σιέλων σε μιά σιέλ ανάβρα
δροσίζαν τα φωνήεντα και τους πλατιούς διφθόγγους
με γλώσσες αχαλίνωτες σε αλφαβητάρια γαύρα

σαν τούς αηδονολάλαγαν απ’ τους κρυφούς τους λόγγους
δαγκωματιές και βλέμματα και σύμπασα του βίου
η θάλασσα που αποθηκεύεται στου νου τους σπόγγους.

Στολή και πλούτος κι αρχοντιά μυστήριου νυκτοβίου
κορνάριζαν με σολωμονικές στους υπερόγκους
σεισμούς που ανθοβολούν μες στην κοιλιά του Βεζουβίου.

Γιώργος Κεντρωτής: Τίποτα δεν είναι ο άνθρωπος




Μιλούσε εμβριθώς στην τηλεόραση
ο κύριος καθηγητής και ανέλυε
τη διεθνή πολιτική κατάσταση
με μαζική (θά έλεγες) και κατ’ επιφοράν
παράθεση ιστορικών παραδειγμάτων
για να τονίσει ιδιαίτερα στο τέλος ότι
οι πόλεμοι των ημερών μας
είναι κατ’ εξοχήν θρησκευτικοί.
Και την ίδια εκείνη ώρα
–τί σύμπτωση παράξενη αλήθεια–
στη Μυτιλήνη ένας παπάς δικός μας
και ένας ιμάμης σύρος στο Χαλέπι
πεθάνανε και οι δυό τους
απ’ τα γέλια.
Τίποτα δεν είναι ο άνθρωπος... τίποτα!
Εκεί που κλαίγαν απ’ τα γέλια της χαράς,
ο αγέλαστος και τους δυο ιερωμένους πήρε Χάρος.


Woody Allen: Vicky Cristina Barcelona







Όταν ο Μάνος Ελευθερίου συνάντησε την Ελένη Βιτάλη






O Ρένος Αποστολίδης μιλάει για το δημοτικό Τραγούδι







Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΕ



Ἐπάνω, εἰς τὰ Καμπιά, εἰς τὸ ὑψηλὸν ὀροπέδιον, ὅταν ἔφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη ἡ Φραγκογιαννού, ἐστάθη, ἐγύρισε πρὸς τὸν κατήφορον, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει, κ' ἐκοίταζε μὴν ἵδη ἢ ἀκούση σκιὰν ἢ βῆμα τρέχοντος λαγωνικοῦ, χωροφύλακος. Δὲν ἐφαίνετο τίποτε. Ἀλλ' ὅμως δὲν ἠσθάνετο ἐν ἀσφαλείᾳ.
Ἐστάθη ὡς ἀφηρημένη κ' ἐσκέπτετο. Ἔκαμνε κάτι ὡς μαθηματικὸν ὑπολογισμόν. Ἐλογάριαζε τὸν χρόνον ὅσος θ' ἀπητεῖτο ὡς ἔγγιστα, διὰ νὰ συνέλθουν ἀπὸ τὴν ἔκπληξίν των οἱ δυὸ ταχτικοὶ (τὸν δεύτερον δὲν τὸν εἶδεν, ἀλλὰ τὸν ἐμάντευε), διὰ νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, ἴσως νὰ ζητήσουν πληροφορίας (ἡ λεχώνα θὰ ἐτρόμαζεν ἄδικα, καὶ δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τοὺς εἰπῆ· ἀλλὰ τότε, θὰ ἔτρεχον ἴσως πρὸς τὴν στάνην, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Λυρίγκος κ' ἡ πενθερά του; τόσω περισσότερον θ' ἀργοπορούσαν) εἴτα νὰ πετάξουν τὶς κάπες των κάτω, καὶ νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια νὰ τὴν κυνηγήσουν.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΔ



Περὶ τὰ πρῶτα γλυκοχαράγματα, τὸ βρέφος εἶχεν ἐξυπνήσει, κι ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζη. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔκαμε καὶ πάλιν «κουμάντο». Ἐσυμβούλευσε τὴν λεχὼ νὰ βάλη τὸ παιδίον εἰς τὸ βυζί, διὰ νὰ δοκιμάση ἂν κατέβη τὸ γάλα. Συγχρόνως ἠκούσθη κρότος ἔξωθεν, κ' εὐθὺς κατόπιν μιὰ φωνή.
- Γριά!... Γριά! κοιμάστε;
Ἤτον ὁ Λυρίγκος, κ' ἐκάλει τὴν πενθερά του.
Ἡ γραία ἐγνώρισε τὴν φωνήν, ἐσηκώθη κ' ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν.
- Ἔλα νά μου δώσης ἕνα χέρι, ἐφώναξεν ὁ Λυρίγκος. Ὁ παραγυιὸς λείπει κ' εἶμαι μοναχός.
Ὁ Γιάννης φαίνεται ὅτι δὲν ἐσκέφθη κᾶν νὰ ἐρωτήση διὰ τὴ λεχώ, τὴν γυναίκα του, καὶ διὰ τὸ τέκνον του, πὼς εἶχον. Ἠσθάνετο μόνον ἐπείγουσαν ἀνάγκην, κ' ἔκραζε τὴν πενθεράν του νὰ τὸν βοηθήση εἰς τὰς ποιμενικᾶς ἐργασίας τῆς πρωίας, δηλαδὴ ἴσως εἰς τὸ ξεμάνδριασμα, τὸ ἄρμεγμα, καὶ τὰ λοιπά.
- Δὲν μπορεῖ κανεὶς μοναχός του, τὸ ἔρμο!... Πρέπει νὰ 'χη τέσσερα χέρια! ἐπρόσθεσεν ὡς αὐτοδικαιολογούμενος.
Ἡ γραία ἐξῆλθε τρέχουσα. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε μόνη, μὲ τὴν λεχὼ καὶ τὸ βρέφος.
Ἡ νεαρὰ γυνὴ εἶχε λαγοκοιμηθῆ πάλιν, καὶ δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ καλῶς τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της. Μετ' ὀλίγας στιγμὰς ἐξύπνησε καὶ εἶπε:
- Ποῦ πάει ἡ μάννα, θὰ πῶ;

Sacha Gervasi: Hitchcock




Emir Kusturica: Η ζωή είναι ένα θαύμα






Κώστας Κουτσουρέλης: Μικρό γλωσσάρι για την πρακτική συνεννόηση



ΑΙΜΑ
νέφος κόκκινο αμίλητο
(Γκέοργκ Τρακλ)

ΒΡΟΧΟΣΤΑΛΙΔΕΣ
φλάουτα που αντηχούν στις φυλλωσιές
(Ράινερ Μαρία Ρίλκε)

ΓΛΑΡΟΙ
υστερόγραφα πλοίων
(Ραμόν Γκόμεθ δε λα Σέρνα)

ΔΟΞΑ
ονόμα χαραγμένο στο νερό
(Τζων Κητς)

ΕΓΩ
αυτός που προχωρεί στο πλάι μου και δεν τον βλέπω
(Χουάν Ραμόν Χιμένεθ)

ΖΩΗ
τα ωραία σας μάτια ! οι λέξεις των παθών ! τα νόμιμα κρεβάτια !
(Κ. Γ. Καρυωτάκης)

ΗΛΙΟΣ
κιτρινισμένοι φοίνικες, καψαλισμένοι από τη νάρκη του καλοκαιριού
(Ντέρεκ Ουώλκοττ)

ΘΑΛΑΣΣΑ
ένας κάμπος χλωμός δίχως όνειρα
(Τζουζέπε Ουνγκαρέττι)

ΙΣΤΟΡΙΑ
πόσα χουνέρια και τι πλεκτάνες !
(Νίκος Εγγονόπουλος)

ΚΟΥΔΟΥΝΙΣΜΑ
μια γυναίκα που τινάζει τις μπούκλες της
(Τέοντορ Αντόρνο)

ΛΥΓΜΟΣ
το έχε γεια των εραστών λίγο προτού χαράξει
(Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ)

ΜΑΧΑΙΡΙ
σκληρό πουλί από πάγο
(Οκτάβιο Πας)

ΝΕΚΡΟΣ
μορφασμός που δαγκώνει τα χείλη
(Γκέοργκ Χάυμ)

ΞΗΜΕΡΩΜΑ
το φως χίλια σού σπέρνει μάτια
(Κωστής Παλαμάς)

ΟΜΠΡΕΛΕΣ
ιδιωτικοί ουρανοί
(Μιχάλης Γκανάς)

ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
χειροκρότημα που ξεσπά στο παράθυρο
(Μελίχ Τσεβντέτ Άνταϋ)

ΡΟΔΙΑ
αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
(Οδυσσέας Ελύτης)

ΣΠΙΡΤΟ
ενός λεπτού μια Τροία
(Γιάννης Πατίλης)

ΤΕΡΜΑ
ένα κέρμα κάτω απ’ τη γλώσσα
(Γκύντερ Άιχ)

ΥΠΝΟΣ
κύκνος αυθόρμητος, γεμάτος δώρα
(Γιώργος Σαραντάρης)

ΦΕΓΓΑΡΙ
σκόρδο ασημί από την αγωνία
(Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα)

ΧΡΟΝΟΣ
η ηχώ του τσεκουριού στα δάση
(Φίλιπ Λάρκιν)

ΨΥΧΗ
παλιά συνταξιδιώτισσα της σάρκας
(Αδριανός)

ΩΡΑΙΟ
νά ’σαι σκελετός, νά ’σαι άμμος
(Άλμπερτ Ερενστάιν)



Πηγή

Γιάννης Υφαντής: «Στον έρωτα οι ξένες…»




Στον έρωτα οι ξένες σού μιλούν ελληνικά
Και βέβαια σου λεν τα πιο γλυκά
Λόγια της γλώσσας μας που ξέρουν να σου πουν
Όμως στον οργασμό έτσι και φτάσουν
Τα ελληνικά τους ψάχνουν, προσπαθούν
Μα δεν μπορούν τη γλώσσα μας να βρουν
Μα δεν μπορούν τα λόγια της να πιάσουν
Γιατί το σώμα είναι τότε που μιλά
Κι από τον πρώτο κόσμο τους βαθιά
Η μητρική τους γλώσσα ξεπηδά
Σχεδόν μιλάει της φυλής τους το τοτέμ
Όταν παράφορα κραυγάζουν ή σου λεν
Βραχνά, λιπόθυμα, γλυκά και τρυφερά
Ντάρλιγκ! Αμόρε μίο! Ιχ λίμπε ντιχ! Ομπίτσιαμ τε! Ζε τ’ εμ!


ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ (2004)


πηγή

«Μια περίεργη γλύκα...»




— Θέλω να σε ρωτήσω σχετικά με την εμπειρία της «Μαύρης Γαλήνης». Είναι γνωστή η ιστορία της σύλληψης και της φυλάκισής σου από τους δικτάτορες. Υπήρξε φόβος; Ο φόβος μεταλλάσσεται;

Φαίνεται ότι υπήρξε. Και δεν ήταν εύκολο καθόλου. Την έβγαλα όπως την έβγαλα, καθώς, περνώντας τη δοκιμασία που πέρασα, κατάργησα ακόμα και για τους βασανιστές μου τη διάκριση μεταξύ δειλίας και γενναιότητας. Δεν ήμουνα ούτε δειλός ούτε γενναίος, κι αυτό το κράτησα ως τώρα. Σιχαίνομαι αφάνταστα αυτήν τη διάζευξη. Τι γίνεται όταν δεν ακουμπάς ούτε στο ένα ούτε στο άλλο; Ή τ' αφήνεις μόνο του να βγει ή, αν είναι κάτι να βγει, πρέπει να έχεις υπομονή και πράξη αντί για λόγια. Αλλά όταν λέω πράξη αντί για λόγια, να μην παρεξηγηθώ: τα λόγια μου αισθάνομαι ότι είναι πράξη κι εδώ που έφτασα, η πράξη μου, και αυτό το κάνω τώρα μαζί σου, είναι λόγος. Δεν θέλω να τα χωρίσω.


— Ισχύει ότι η «Μαύρη Γαλήνη» γράφτηκε σε χαρτοπετσέτες; Κάπου το είχα διαβάσει αυτό.

Σε χαρτοπετσέτες. Μάλλον χάθηκαν. Όταν βγήκα την τρίτη φορά, τις έδωσα σ' ένα φιλικό ζευγάρι για μη χαθούν. Τελικά, δεν ξέρω τι έγιναν, δεν με πειράζει. Αυτό όμως που θέλω να σου πω, το βράδυ που έπαθα τη διάτρηση μες στο κελί, μεσάνυχτα, οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. Ήρθε ένας ανθυπολοχαγός, γιατρός, ένα καλό παιδί, ο οποίος με έψαυσε και μου είπε, «φωνάξτε, κύριε Μαρωνίτη, πρέπει να εγχειριστείτε αμέσως». Το αμέσως έγινε την άλλη μέρα, αλλά πρώτο αίσθημα: άπαξ και βγήκα από το κελί και κάθισα με πόνους φριχτούς στον ελεύθερο χώρο, στις σκάλες, για μια στιγμή αισθάνθηκα τέτοια ευτυχία, που δεν μπορώ να σου την περιγράψω, ότι ήμουνα έξω. Σε κάποια δόση με μετέφεραν σ' ένα στρατιωτικό νοσοκομείο και έπειτα από μια δεύτερη κρίση, είχα φτάσει στο αμήν – κάποτε θα σου πω τι σημαίνει να φτάνεις στο αμήν. Δεν θα την ξεχάσω αυτή την αίσθηση, του επερχόμενου τέλους, ήτανε και οι πόνοι φαίνεται, μια περίεργη γλύκα. Αισθανόμουν μια περίεργη γλύκα, η οποία κράτησε όλη τη νύχτα, έως ότου ήρθε η Ανθή. Όταν όμως οι πόνοι είχανε γίνει αβάσταχτοι, κύλησα εγώ από το κρεβάτι και πήγα και κρεμάστηκα στο σώμα του φύλακα, Κώστας λεγόταν, θυμάμαι, ο οποίος δεν μπορούσε μετά, έφυγε στην Αμερική αυτός, έφυγε. Δεν μπορούσε να κρατήσει αυτό το θέαμα. Ένα χρυσό παιδί, απ' ό,τι αποδείχθηκε, ήρθε και κατέθεσε ο πατέρας του στις δίκες. Απλώς το λέω για να σου πω, αισθάνθηκα λιγάκι ευγνωμοσύνη, έφτασα στο αμήν κι έχω την αίσθηση αυτής της γλύκας όταν έρχεται το τέλος.

— Και τι είναι το αμήν;

Το αμήν είναι... νόμιζα ότι σβήνω, αλλά αισθανόμουνα μια γλύκα, σαν να είμαι και τώρα στο κρεβάτι κι έχω ξεκάθαρες τις εικόνες, ξεκάθαρη και του εαυτού μου, όταν κινήθηκα και πήγα και κρεμάστηκα, πρόσεξε, από το σώμα, ενσυνείδητα, του παιδιού αυτού, σπαρταρώντας από πόνο. Σ' το λέω, ξέρεις γιατί; Για να μη φοβόμαστε τον θάνατο. Μου έχει μείνει, το λέω ξεκάθαρα, αυτή η γλύκα μου έχει μείνει. Αν είναι έτσι να πεθάνει κανένας, εντάξει, παιδιά. Υπάρχει εκεί κάτι γλυκό, παρόλο που είναι γελοία η λέξη. Δεν θα το ξεχάσω.


Συνέντευξη του Δ.Ν. Μαρωνίτη στον Χρήστο Αγγελάκο


Πηγή

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Βασίλης Πανδής: Δεκαπέντε χαϊκού του Γιώργη Βιζυηνού




ΜΝΗΜΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ

1896 - 2016: 120 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ




Α'
ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΗΣΑΣΗΣ ΜΑΝΑΣ

Εκοιμήθηκεν
η καημένη Αννιώ
κι εξεκουράστη

Ιδίοις χερσί
καμωμένα τα χράμια
για τις μάγισσες

Το κοιμητήρι
ξερνά φαντάσματα στο
φόβο του Γιωργή

Απεγνωσμένη
μάνα στ' Αγιού τα πόδια
λυτρωμό ζητά

Αχ Γιωργή Γιωργή,
βούιζε το κεφάλι
από την τρέλα


***


Β'
ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΦΟΝΕΩΣ

Τον ετραβούσε
το αίμα, εκείνο που
'βαψε τα χέρια

Μαυρομάνικο
μαχαίρι κιαμήλικο
μπρος στον Άγιο

Μαυρομάνικο
μαχαίρι κιαμήλικο
που εκαρφώθη

Και ποιος να 'τανε;
Τόσον καιρό μπροστά σου
ήτ' ο αίτιος


***


Γ'
ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ

Πασχάλη, 'θάφτης
απ' τα γυναίκεια μάτια
κι απ' τα χώματα


***


Δ'
ΤΟΥ ΣΕΛΗΜ

«Πολλά τα έτη
του πολυχρονεμένου
μας!», να κράζουνε

Η μοίρα τού 'χε
γράψει μολύβι - και για
να ξεφύγει πώς;

Σκοτιδιασμένος
ουρανός τ' αντρίκια τα
ματόκλαδά του

Ίδρως πικρός, που
έσταζε, ίδρως πολύ
γλυφός ο βαρύς

Και ο Σελήμ να
γυρεύει ψίχουλ' από
χέρι πατρικό

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Αρχή Ινδίκτου



Τι είναι ο Πνυταγόρας όλοι ξέρουμε
ή θα μπορούσαμε να μάθουμε
(της Σαλαμίνας λένε που ήταν βασιλιάς).
την Πνυταγόρου όμως, τη μικρή του Πνυταγόρου
ανάμεσα Τίμιο Σταυρό και Αγία Ζώνη,
την ξέρω εγώ και μόνο εγώ. Αλίμονο σε μένα:
Ζηλεύω τις ποντίκες τουτουνού του δρόμου,
τ' αδέσποτα σκυλιά, τους άγριους γάτους
που ερχόμενοι Ακροπόλεως και κατεβαίνοντας
οδό Πεντέλης και Ιλαρίωνος εκβάλλουν
στην Πνυταγόρου μου - καλότυχα παιδιά!

Ήθελα νά 'μουνα η ποντίκα του σπιτιού μου,
τ' αδέσποτο σκυλί που μπαίνει στην αυλή μου
κι ο άγριος γάτος που ανοίγει ψυγείο
να βρει το ξεχασμένο του κοτόπουλο.

Και νά 'μουνα το φίδι κι η τσουκνίδα,
το δέντρο που ξεράθηκε, η σπασμένη πόρτα,
πόθος ελίχρυσος που σκοτωμένος πέφτει
να κοιμηθεί σε δίχτυα της αράχνης.


***


Απαγγέλλει ο Κ.Χαραλαμπίδης:






Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Άρδανα ΙΙ



Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
- Μιλάτε Αγγλικά;
- Καταλαβαίνω.
- Αυτό είναι το σπίτι μου;
- Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ'αναφιλητά μου μ' ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου - τ' όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;-εμείς οι δυό το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: "Χάθηκε ο στρατός μας!" Τίποτα πιά, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ' αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα. στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα 'βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πιά στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου - ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
- Τι φής; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε πού τ' αναγνώριζες, αλήθεια;
- Δεν ήτανε δικό μου πιά, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου 'πεν η Τουρκάλα: "Ναι, αυτό είναι".
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;

Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Άγαλμ' Αντινόου



Κυριαρχεί στην αίθουσα ο Αντίνοος
εξ αλαβάστρου. η κόμη του δηλοί
ότι χρυσό τη στόλιζε στεφάνι.
Το νωχελές και τρυφερό του σώματος
γέρνει με κοριτσίστικη γλυκάδα
των ξεναγών ν' ακούσει τα λεγόμενα
για τον Αδριανό. Αυτού ευνοούμενος,
ο πλέον πιστός, θαρρούσε πως αξίζει
σε τέτοιον αυτοκράτορα να δώσεις
και τη ζωή σου, ως και πράγματι έπραξε
με τον εκούσιο πνιγμό του εν Νείλω.

Ήταν δεν ήταν είκοσι ετών
και δεν την υπολόγιζε τη ζωή του.
Τώρα που γέρασε μες στο βυθό
αφήνει κατά μέρος πια την πρόληψη
πως ο πνιγμός θα γίνονταν καλάθι
-αίθουσα μάλλον-προσφορών. τας απαρχάς του βίου του
θυσίασε ο άμυαλος για να χαρίσει
τα μέλλοντά του χρόνια στον προστάτη του.
Ο ευδαίμων Αδριανός ευθύς του κόβει
εξαίσια νομίσματα με τη μορφή του,
του ίδρυσε ιερά, του έστησε παντού
αγάλματα σπουδαία. Πλην ο Αντίνοος,
μ' όλη τη δόξα που ήπιε, τώρα στέκει
παράμερα στην αίθουσα και κλαίει.

Μόνη παρηγοριά του ετούτο τα' άγαλμα.
είναι, καθώς ακούει, απ' τα εμορφότερα.

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Catullus: Κάποτε μου 'λεγες



Κάποτε μού ’λεγες, Λεσβία, ο Κάτουλλος πως είναι
ένας· και πως εμένα προτιμάς κι από τον Δία.
Γι’ αυτό κι εγώ σ’ αγάπαγα, όχι σαν καμμιά τσουλίτσα
λαϊκιά, αλλά σα γονιός τα τέκνα του, τους συγγενείς του.
Μα τώρα σ’ έμαθα, σε ξέρω πια: όσο εσύ με φτιάχνεις,
τόσο παλιόπραμα σε θεωρώ εγώ – μια πατσαβούρα!
Κι αν πεις πώς γίνεται, σου λέω ότι η αδικία ανάβει
στον εραστή τον έρωτα, μα σβήνει τη φιλία.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Pietro Metastasio: Vo solcando un mar crudele (Απόδοση: Διονύσιος Σολωμός)




[Τεμάχιο]


   Σε σκληρότατη θάλασσα τρέχω,
      Και πανάκι και ξάρτι δεν έχω,
      Και το πέλαο μουγκρίζει φριχτά

      Η γλαυκότη του αιθέρος μαυρίζει,
      Η φωνή των ανέμων σφουρίζει,
      Λείπει η τέχνη και δε με βοηθά

      Μέ τον άθλιον η Τύχη με παίρνει,
      Κι' όθε θέλει η προδότρα με σέρνει,
      Καθώς φεύγει, και δε με κυττά.

      Η αθωότη μ' απόμεινε μόνη,
      Την αισθάνομαι μέσα 'ς τα στήθια,
      Αλλ' αντί να μου φέρη βοήθεια,
      Με συντρίβει, με πνίγει σκληρά.



Απόδοση στα ελληνικά:
Διονύσιος Σολωμός


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΓ



Μετ' ὀλίγον τῷ ὄντι, ἀφοῦ ἡ Γιαννοὺ ἐξῆλθε τῆς κρύπτης, καὶ βαίνουσα παρὰ τὸ ρεῦμα ἔνευεν ἐδῶ κ' ἐκεῖ ἀναζητοῦσα βότανα, ἐπλησίασε τὸ κοπάδι τῶν προβάτων μεικτὸν μετὰ τινων αἰγῶν καὶ ὁ βοσκὸς ἐνεφανίσθη. Ἡ Γιαννοὺ τὸν ἀνεγνώρισεν ἀμέσως. Ἤτον ὁ καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Ἅμα εἶδε τὴν γραίαν, ἄρχισε νὰ φωνάζει μακρόθεν:
- Καὶ ποὺ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, θεια-Γαρουφαλιὰ (Ὁ Λυρίγκος ἀνεγνώρισε τὸ πρόσωπον, ἀλλά, φαίνεται, δὲν ἐνθυμεῖτο καλῶς τὸ ὄνομα). Καλὰ ποὺ σ' ηὔρα!... Ὁ Θεὸς σ' ἔστειλε!
- Τί νὰ τρέχη; εἶπε μέσα της ἡ Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει νά μου πῆ. Βέβια, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔχη ἀκούσει τίποτα γιὰ τὰ πάθια τὰ δικά μου.
- Ξέρεις τίποτα, θεια-Γαρουφαλιά; ἐπανέλαβεν ὁ Λυρίγκος πλησιέστερον ἐρχόμενος.
- Τί νὰ ξέρω, γυιέ μου; εἶπεν ὑποκριτικῶς ἡ Φραγκογιαννού, ἀπέχουσα νὰ ἐξαγάγη τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῆς πλάνης ὅσον ἀφορᾶ τὸ βαπτιστικὸν τῆς ὄνομα, εἴτε ἐπέφερεν: - Ἀπὸ τὰ ψὲς λείπω ἀπ' τὸ χωριό. Ἦρθα νὰ μαζώξω βότανα στὰ ρέματα.
- Ἄκουσε θεια-Γαρουφαλιά, ἐπανέλαβε μὲ ἁπλότητα ὁ ἄνθρωπος. Ἀπόψε γεννήσαμε, στὸ καλύβι.
- Γεννήσατε;
- Σπαργανίσαμε! Εἶναι τὸ τρίτο κοριτσάκι πού μας ἦρθε στὰ πέντα χρόνια... ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΒ



\
Ἡ Μαροῦσα τῆς εἶχε δώσει τὸ κλειδὶ τοῦ μικροῦ κατωγείου, τῆς εἶπε νὰ ἐξέλθη διὰ τῆς ἰδιαιτέρας θύρας τούτου πρὸς τὴν ὁδόν, νὰ κλειδώση ἔξωθεν, καὶ νὰ πάρη τὸ κλειδὶ μαζί της, διὰ νὰ τὸ μεταχειρισθῆ πάλιν τὴν ἄλλην νύκτα, ἂν ἔμελλε νὰ ἐπανέλθη. Ὅσον δι' αὐτήν, ἂν ἐλάμβανεν ἀνάγκην νὰ κατέλθη εἰς τὸ κατωγάκι, θὰ κατήρχετο διὰ τῆς ὁδοῦ, δι' ἧς εἶχεν ὀδηγήσει ἐκεῖ τὴν ξένην της, τῆς ἐσωτερικῆς σκάλας καὶ τῆς θύρας τοῦ μεσοτοίχου.
Τῷ ὄντι, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠσθάνετο πλέον μεγάλην σφλομονήν, καὶ τὸ στενὸν κατωγάκι μὲ τὸν ὑγρὸν ἀέρα του τὴν ἐστενοχώρει. Καιρὸ ἧτο ν' ἀναπνεύση πλέον τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, πρὶν οἱ διῶκται χωροφύλακες τὴν κλείσωσιν, ἴσως διὰ βίου, εἰς τὰ ὑγρὰ καὶ ἀνήλια ὑπόγεια τῆς ἀνθρωπίνης θέμιδος.
Ἐξῆλθε, καί, κάτω εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της, ἐμινύριζεν ἀκόμη ἡ θρηνώδης φωνὴ τοῦ βρέφους, τοῦ μικροῦ κορασίου τοῦ ἀδικοθανατίσαντος. Ἐστάθη εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας, ἐκοίταξε μετὰ προφυλάξεως ἔξω, δεξιά, ἀριστερά, ἄνω, κάτω τοῦ δρόμου· δὲν εἶδε ψυχὴν οὔτε σκιάν. Ἔβαλε πτερὰ εἰς τοὺς πόδας της.
Δὲν ἧτο πρώτη φορὰ καθ' ἢν ἤκουε μέσα εἰς τὴν ψυχήν της, ὅπου ὑπῆρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ἠχώ, τὸ πένθιμον ἐκεῖνο κλαῦμα τοῦ βρέφους. Κ' ἐνόμιζεν ὅτι ἔφευγε τὸν κίνδυνον καὶ τὴν συμφορᾶν, καὶ τὴν συμφορᾶν καὶ τὴν πληγὴν τὴν ἔφερε μαζί της. Κ' ἐφαντάζετο ὅτι ἔφευγε τὸ ὑπόγειον καὶ τὴν εἰρκτήν, καὶ ἡ εἰρκτὴ καὶ ἡ Κόλασις ἧτο μέσα της.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΑ



Ἀφοῦ τὸ σῶμα τῆς Ξενούλας ἀνεσύρθη ἀπὸ τὸ φρέαρ, πνιγμένον καὶ νεκρόν, ἡ γραία Χαδούλα δὲν ἧτο πλέον ἥσυχη, κρυερὸς φόβος ἤρχισε νὰ τὴν κατατρύχη... Ἔλεγεν ὅτι τώρα, ἂν καὶ δὲν ἔπταιε, δὲν θὰ ἐγλύτωνε πλέον.
Τῷ ὄντι, ἡ ἐξουσία εἶχε ἀρχίσει νὰ συλλαμβάνη ὑποψίας. Ἡ σύμπτωσις ὅτι ἡ γραία ἐκείνη εἶχεν εὑρεθῆ δευτεραγωνιστοῦσα εἰς τὸν πνιγμὸν τῶν δυὸ κορασίων τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, εἰς τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα ὅπου ὅλη ἡ ὑπόθεσις, καίτοι δὲν προέκυψαν στοιχεῖα ἐνοχῆς ἢ καὶ νύξεις πρὸς ὑποψίαν, εἶχε <τί> τὸ παράδοξον καὶ τὸ ἀλλόκοτον, καὶ ὅτι αὐτὴ πάλιν ἡ γραία εὑρίσκετο εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ γέροντος Ροσμαῆ, κατὰ τὰς ὥρας περίπου ὅτε ἐπνίγετο εἰς τὸ φρέαρ ἡ μικρὰ Ξενούλα, ἡ θυγάτηρ τοῦ Προπαντῆ, παρεῖχε νύξεις τινὰς ὑποψίας εἰς τὸν εἰρηνοδίκην, ὅστις ἐπέσυρε τὴν προσοχὴν τοῦ παρέδρου, τοῦ «ἐκπληροῦντος τ' ἀστυνομικά». Καὶ τότε ὁ πάρεδρος, ὅστις ὡς δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' ἀγορεύη, κατὰ τὰς συνεδριάσεις τῶν ποινικῶν, λέγων: «Κατὰ τὶς μαρτυρίες ποὺ εἶπαν οἱ μαρτύροι, φαίνεται νὰ ἔκαμε, ἢ φαίνεται νὰ μὴν ἔκαμε τὴν πράξιν», ὅλον δὲ τὸν ἄλλον καιρὸν δὲν ἐλάμβανεν ἀφορμὴν ν' ἀναπτύξη τὴν δραστηριότητά του ἢ νὰ τροχίση τὴν γλώσσαν του, ἁπλῶς ἀπήντησεν ὅτι «ἀφοῦ ἔτσι τὸ λέει ὁ εἰρηνοδίκης, ἔτσι θὰ εἶναι, κ' ἔτσι μου φαίνεται», καὶ τότε οἱ δυὸ ἀπεφάσισαν ν' ἀνακρίνωσιν αὐστηρότερον τὴν Χαδούλαν, χήραν Ἰωάννου Φράγκου, κ' ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὴν προσωποκρατήσωσι.