Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Miguel Hernández: Φως άλλο δεν γυρεύω




Φως άλλο δεν γυρεύω – του κορμιού σου θέλω μόνο:
διαφάνεια απόλυτη και διαύγεια γλαφυρή σαν θέμα·
μαρμαρυγή με σπλάχνα ποταμού που με τον χρόνο
βαθιά εμπεδώνεται και γίνεται άμετρη με το αίμα.

Ποιες ύλες στίλβουσες και ανθεκτικές σού δώσαν σχήμα,
καρδιά ορθρινή που φάσματα πρωιού έχεις ενσαρκώσει;
Τη μέρα θέλω που ’χει της ανάσας σου το κλίμα.
Μια χαραυγή είναι το αίμα σου που δεν θα μεγαλώσει.

Φως και ήλιος είναι μόνο το κορμί σου. Και λυκόφως
τ’ άλλα όλα. Εγώ δεν βλέπω τίποτ’ άλλο – μόνο εσένα.
Στο πέρασμά σου γίνονται όλα έρεβος και ζόφος.
Τα μάτια σου, άγνωρα, ποτέ δεν είν’ βασιλεμένα.

Διαφάνεια που δεν θά ’χει παρακμή. Ύψιστη ουσία
της αίγλης που ποτέ δεν στέκει σε κορφή και σε άκρη.
Και νεότητα. Μαρμαρυγή. Διαφάνεια υπερουσία
που αναζητάει άστρα απρόσιτα και στου αχανούς τα μάκρη.

Το σώμα μελαψό με φως και γόνιμη μιαν άψη.
Χορτάρι μαύρο οι απαρχές – στους κρόταφους φυτρώνει.
Τα μάτια μαύρη ρουφηξιά, το βλέμμα τά ’χει θάψει.
Γαλάζια μέρα. Νύχτιο φως. Σκιά είσαι που ζυγώνει.

Φως άλλο δεν γυρεύω απ’ της σκιάς σου τα χρυσάφια
με δαχτυλίδια σκοτεινά και χορταρένια βέρα.
Μες στο αίμα μου που σφύζει στου κορμιού σου τα εδάφια
για πάντα θά ’ναι νύχτα και για πάντα θά ’ναι μέρα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Πηγή

Franco Fortini: Παραβολή



Αν θά ’θελες να μάθεις
τί ήμουν στις μέρες της ζωής μου, τούτο
έχω για μένα να σου πω. –
Να συγκριθώ με κάτι εντελώς τυχαίο μπορώ,
με κάτι που το είδα στα χωράφια:
με το σταφύλι που βρέθηκε άγουρο νά ’ναι
στις πλούσιες του τρύγου ημέρες
και οι τρυγητές δεν τό ’κοψαν
μα τ’ άφησαν στ’ αμπέλι
να μαραγκιάζει απ’ τα μαρτύρια του χειμώνα –
ποτέ του δεν έφτασε χυμός γλυκός να γίνει
κι έμειν’ εκεί οι άνεμοι να το χτυπάνε όλοι.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Νίκος Εγγονόπουλος: Πικασσό



εἰς Παῦλον Πικασσό

ὁ ταυρομάχος τώρα πλέον ζεῖ στὴν Ἐλασσόνα
εἰς τὴν λιθόστρωτη πλατεῖα κάτω ἀπ᾽ τὰ πλατάνια
κι᾽ ὁ καφφετζῆς ἀέναα πηγαινοέρχεται κι᾽ ἀνανεώνει
τὸν καφφὲ στὸ φλυτζάνι καὶ τὸν καπνὸ στὸν ἀργελὲ τοῦ ταυρομάχου
ὡς ὅτου νὰ περάσουνε νοσταλγικὰ
τῆς μέρας οἱ ὧρες
καὶ συναχτοῦν πουλιῶν μυριάδες
μέσ᾽ στὶς πυκνὲς φυλλωσιὲς τῶν πλατανιῶνε
ὅπου σημαίνει πὼς ὁ ἥλιος δύει
τότε οἱ συνωμότες ἕνας ἕνας γλυστρᾶνε στὸ σοκάκι
σιωπηλὰ ὡς πέφτει ἡ νύχτα καὶ βοηθᾶ τους
ἀπαρατήρητοι νὰ συναχτοῦν κι᾽ αὐτοὶ σὰν
τὰ πουλιὰ
ἐκεῖ ποὺ θέλουν
καὶ δάκρυα βαρειὰ κυλοῦν ἀπὸ τὰ δόλια τους τὰ μάτια
καὶ ἡ μητέρα ὅπου ζητεῖ ν᾽ ἀναχαιτίση τοὺς φασίστες
μέσα στὸ σκοτεινὸ δωμάτιο κεῖ ποὺ συνομιλοῦν οἱ συνωμότες
καὶ κρέμονται ἀπ᾽ τὸ ταβάνι πιπεριὲς γιὰ νὰ στεγνώνουν
μὲ τὰ ροζιάρικα τὰ χέρια ποὺ τὰ κοσμοῦν ροδάρια
βγάζει τῆς λάμπας τὸ γυαλὶ καὶ τὴν ἀνάφτει
καὶ τὰ ροζιάρικα πάλι τὰ χέρια ποὺ τὰ λερῶσαν τὰ πετρέλαια
ἥσυχα ἥσυχα τὰ σφουγγίζει στὴν ποδιά της
καὶ καθὼς εἴπαμε ὅτι ποθεῖ ν᾽ ἀναχαιτίση τοὺς φονιάδες
παίρν᾽ ἡ γριὰ τὴ λάμπα ἀπ᾽ τὸ τραπέζι
κι ἀνοίγει τὸ παράθυρο μὲ βιάση
κι ὄξω τεντώνει
—μέσ᾽ στὴ νύχτα—
τὴ χερούκλα ποὺ κρατᾶ τὴ λάμπα
γριὰ μάνα! τῆς φωνάζουν
ποῦ τὴν πᾶς τὴ λάμπα;
ὅμως μέσ᾽ στὰ χωράφια τῆς Ἀβίλας δὲς σαλέψαν
ὕποπτες σκιὲς μ᾽ αὐτὀματα στὴν ἀμασκάλη
κι᾽ ἀπὸ μακρυὰ ἐφάνταζε σὰν ἄστρο
τὸ φῶς ποὺ εἶχε βγαλθῆ στὸ παραθύρι
ἄρχισαν λίγο λίγο ν᾽ ἀντηχοῦν κιθάρες
κι οἱ γύφτισσες ἐπιάσαν νὰ χορεύουν
μὲ τὶς ὡραῖες λαγόνες καὶ τὰ πολύχρωμα ἀνεμιζούμενα πλατιὰ φουστάνια
ἐνῶ ἀπ᾽ τὰ θερμὰ βαμμένα στόματά τους ἴδια κραυγὲς πόνου
ἐξέφευγαν τοῦ τραγουδιοῦ τὰ λόγια:
«θὰ σοῦ πῶ τὴ μοναξιά μου Soleares»
κι᾽ οἱ majos λυσσάγαν πάνω στὶς κιθάρες
καὶ τὰ φασιστικὰ καθάρματα πολυβολούσανε τὰ πλήθη
κι᾽ αὐτὲς μὲ τὰ μεταξωτὰ γοβάκια τους
—μὲ τὰ ψηλὰ τακούνια—
χάμω —πάνω στὸ καρντερίμι— τσαλαπατοῦσαν τὴν καρδιά μου
τότε ἐγίνηκε «ποὺ νὰ σοῦ φύγη τὸ καφάσι»
σὰν ἕνας ταῦρος κοκκινότριχος πετάχτηκε στὴ μέση
φλόγες καθὼς τοῦ βγαίνανε ἀπ᾽ τὰ ρουθούνια
κι᾽ οἱ μπαντερίλλιες τοῦ βελόνιαζαν ὀδυνηρὰ τὸ σβέρκο καὶ τὴν πλάτη
κι᾽ ἄρχισε δῶ καὶ κεῖ νὰ κουτουλάη
νὰ ξεκοιλιάζη
νὰ λιανίζη σάρκες μὲ τὰ κέρατά του
ψηλὰ στὸν ἀέρα νὰ τινάζη
ὅσους χτυποῦσε
καὶ νὰ σωριάζωνται βουνὸ κουφάρια ἕνα γύρο
ἀλόγων ἀνθρώπων
μἐσ᾽ σὲ ποτάμια αἷμα
(τὸ σβέρκο καὶ τὴ ράχη του ὀδυνηρὰ ΚΟΣΜΟΥΣΑΝ μπαντερίλλιες)
κι᾽ οἱ κόρες μὲ τοὺς ὡραίους μαστοὺς ἀνάσκελα ἐξαπλωθῆκαν χάμω
καὶ μέσ᾽ στὰ ὡραῖα μάτια τους δύανε
κι᾽ ἀνάτελλαν
ἥλιοι

Octavio Paz: Άνεμος, νερό, πέτρα



Στον Ροζέ Καγιουά

Το νερό τρυπάει την πέτρα,
ο άνεμος σκορπίζει το νερό,
η πέτρα ανακόπτει τον άνεμο.
Νερό, άνεμος, πέτρα.
Ο άνεμος σμιλεύει την πέτρα,
η πέτρα είναι αγγείο του νερού,
το νερό το σκάει και είναι άνεμος.
Πέτρα, άνεμος, νερό.
Ο άνεμος στους στρόβιλούς του τραγουδάει,
το νερό στον πηγαιμό του μουρμουράει,
η πέτρα ακίνητη σωπαίνει.
Άνεμος νερό, πέτρα.
Το καθετί είναι άλλο τι και τίποτα:
ανάμεσα στα κενά τους ονόματα
περνούν και εξαφανίζονται
νερό, πέτρα, άνεμος.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Lyn Hejinian: [The best words get said frequently‚ they are like fertile pips.]




[from The Fatalist]


The best words get said frequently—they are like fertile pips.  
Apples fall heavily to the ground and lie in the sun, their scent  
abandoning them as a philosophy which cannot be further perfected. Love
releases playful sensations even from serious things providing a life
to think about. Take R—the only thing
R could credit herself with was having lived
her life and so she not only kept an account of it
but did so not in the privacy of a diary but in the form of letters
—abundant, profligate, indiscrete—that I want to write  
to you so as to note something that I read
this morning: “It’s not that this or that means something
to me but this!—or that!—means something to me.” Musically
R bequeaths herself to posterity as a scholar might
bequeath his or her library blowing twisted veils of rain
past the narrow and curving windows in the last hour that will carry us along
to the time when those who come after us will learn
what we know—a man with a mustache waxed and dyed  
green, a line of tall people and a woman at the door, a committee
of children without scooters but not mournful, a poet with a motive, a pilot
with a flashlight, a sulking but fascinated scholar, and Goethe no doubt
for whom R would have released a flock of red canaries.


Lyn Hejinian: Elegy




I am writing now in preconceptions

Those of sex and ropes

Many frantic cruelties occur to the flesh of the
         
            imagination

And the imagination does have flesh to destroy

And the flesh has imagination to sever

The mouth is just a body filled with imagination

Can you imagine its contents

The dripping into a bucket

And its acts

The ellipses and chaining apart

The feather

The observer


The imagination, bare, has nothing to confirm it

There's just the singing of the birds

The sounds of the natural scream

A strange example

The imagination wishes to be embraced by freedom

It is laid bare in order to be desired

But the imagination must keep track of the flesh
         
            responding—its increments of awareness—a
         
            slow progression

It must be beautiful and it can't be free




                     -for John Zorn, after his “Elegy”


Lyn Hejinian: constant change figures [excerpt]



constant change figures
the time we sense
passing on its effect
surpassing things we've known before
since memory
of many things is called
experience
but what of what
we call nature's picture
surpassing things we call
since memory
we call nature's picture
surpassing things we've known before
constant change figures
experience
passing on its effect
but what of what
constant change figures
since memory
of many things is called
the time we sense
called nature's picture
but what of what
in the time we sense
surpassing things we've known before
passing on its effect
is experience

Lyn Hejinian: [A straight rain is rare...]



A straight rain is rare and doors have suspicions
and I hold that names begin histories
and that the last century was a cruel one. I am pretending
to be a truck in Mexico. I am a woman with a long neck and a good burden
and I waddle efficiently. Activity never sleeps and no tale of crumbling cliffs
can be a short one. I have to shift weight favorably. Happiness
can’t be settled. I brush my left knee twice, my right once,
my left twice again and in that way advance. The alphabet
and the cello can represent horses but I can only pretend
to be a dog slurping pudding. After the 55 minutes it takes to finish
my legs tremble. All is forgiven. Yesterday is going the way of tomorrow
indirectly and the heat of the sun is inadequate at this depth. I see
the moon. The verbs ought and can lack infinity and somewhere
between 1957 when the heat of the dry sun naughtily struck me
and now when my secrets combine in the new order of cold rains
and night winds a lot has happened. Long phrases
are made up of short phrases that bear everything “in vain” or “all
in fun” “for your sake” and “step by step” precisely. I too can spring.

Lyn Hejinian: [But isn’t midnight intermittent]



But isn’t midnight intermittent
Or was that just a whispered nine
A snap of blown light low against the flank of a cow
A likeness of something numberless that only I not knowing the sound
            might know
It may have been howled by a circling dog being chastised — threatened —
            by multiples of itself in pursuit of the consolation of knowing that
            everything is real
It was real
I don’t mean midnight — despite horizon, nipple, and fissure
I don’t mean
And yet I do — mean, I mean
A cowering animal woven real
            flickers
                        please pull over
                                    Kierkegaard
Kierkegaard says knowledge precedes every act but surely there are acts that
are not preceded by knowledge. Repetitions pass at the door from summer
to winter. Some slowly. Some quickly. Total strangers. Never saw them
before. Can’t picture them now. Umbrellas — strange totalities — upheld,
wheeling.


Pierluigi Cappello: White



From a ways, the sky and your hands
come to my eyes, from some distant part of you;
it’s snowing out, you’re all in the white of the snow
every track in the candor a wound
and the field beyond the window is a body
a glance that becomes a pronouncement,
the heat of breath, your head adrift in sleeplessness;

that’s where it returns, in a word translated into silence
where the sparrows tie loose knots
your palms on your eyes, chest on your knees
forehead in the snow.

 

Translated from the Italian by Todd Portnowitz

Γιάννης Ευσταθιάδης: [Λόγια περίεργα κοφτά μετρημένα...]



Λόγια περίεργα κοφτά μετρημένα
αντηχούν στο δωμάτιο σαν μικρή σπουδή
πιάνου
σ’ επαρχιακό απόγευμα
ο νους μου πάει έτσι τυχαία
στην Ξάνθη ή στην Κομοτηνή
πόλεις που ούτε καν τις ξέρω
μα που μπορώ να φανταστώ τη θλίψη τους

κι αναρωτιέμαι πάλι
τί γράφουν πίσω τα πακέτα τα τσιγάρα
να μπορούσα να μάζευα αυτή την αλληλογραφία
που ποτέ δε φτάνει πουθενά δε διαβάζεται από άλλους
λογαριασμοί της ημέρας έξοδα ναύλα
αριθμοί τηλεφώνων πρόχειροι
δύσκολα ονόματα από συστάσεις
όλο το πικρό νταραβέρι λακωνικό κυνικό
με πόση διάθεση θα το αποκρυπτογραφούσα
θα το ταξινομούσα
να μην πω θα το αποστήθιζα

αργός βηματισμός κάτω απ’ τα κάδρα στο λίγο φως
φωνές ανεπαίσθητες
η κίνηση του δρόμου μόλις που φτάνει ώς εδώ
φευγαλέες φυσιογνωμίες περνούν και χάνονται
και οι σκέψεις όπως όπως
με το βλέμμα στο μωσαϊκό

τώρα θέλω ένα τέλος γυρεύω ένα τέλος
με λέξεις ίσως
ίσως όχι



Από το βιβλίο: Γιάννης Ευσταθιάδης, «Ποιήματα 1975-1998», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2004, σελ. 25.


Πηγή

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Samuel Beckett: Waiting for Godot (tragicomedy in 2 acts)




Estragon
Vladimir
Lucky
Pozzo
a boy

ACT I


A country road. A tree.
Evening.


Estragon, sitting on a low mound, is trying to take off his boot. He pulls at it with both hands, panting. He gives up, exhausted, rests, tries again.
As before.
Enter Vladimir.

ESTRAGON:
(giving up again). Nothing to be done.
VLADIMIR:
(advancing with short, stiff strides, legs wide apart). I'm beginning to come round to that opinion. All my life I've tried to put it from me, saying Vladimir, be reasonable, you haven't yet tried everything. And I resumed the struggle. (He broods, musing on the struggle. Turning to Estragon.) So there you are again.
ESTRAGON:
Am I?
VLADIMIR:
I'm glad to see you back. I thought you were gone forever.
ESTRAGON:
Me too.
VLADIMIR:
Together again at last! We'll have to celebrate this. But how? (He reflects.) Get up till I embrace you.
ESTRAGON:
(irritably). Not now, not now.
VLADIMIR:
(hurt, coldly). May one inquire where His Highness spent the night?
ESTRAGON:
In a ditch.
VLADIMIR:
(admiringly). A ditch! Where?
ESTRAGON:
(without gesture). Over there.
VLADIMIR:
And they didn't beat you?
ESTRAGON:
Beat me? Certainly they beat me.

Θεόκριτος: Θαλύσια



    Ἦς χρόνος ἁνίκ᾽ ἐγώ τε καὶ Εὔκριτος εἰς τὸν Ἄλεντα
εἵρπομες ἐκ πόλιος, σὺν καὶ τρίτος ἄμμιν Ἀμύντας.
Τᾷ Δηοῖ γὰρ ἔτευχε Θαλύσια καὶ Φρασίδαμος
κἀντιγένης, δύο τέκνα Λυκωπέος, εἴ τί περ ἐσθλὸν
5 χαῶν τῶν ἐπάνωθεν ἀπὸ Κλυτίας τε καὶ αὐτῶ
Χάλκωνος, Βούριναν ὃς ἐκ ποδὸς ἄνυε κράναν
εὖ ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ· ταὶ δὲ παρ᾽ αὐτάν
αἴγειροι πτελέαι τε ἐΰσκιον ἄλσος ὕφαινον
χλωροῖσιν πετάλοισι κατηρεφέες κομόωσαι.
10    Κοὔπω τὰν μεσάταν ὁδὸν ἄνυμες, οὐδὲ τὸ σᾶμα
ἁμὶν τὸ Βρασίλα κατεφαίνετο, καί τιν᾽ ὁδίταν
ἐσθλὸν σὺν Μοίσαισι Κυδωνικὸν εὕρομες ἄνδρα,
οὔνομα μὲν Λυκίδαν, ἦς δ᾽ αἰπόλος, οὐδέ κέ τίς νιν
ἠγνοίησεν ἰδών, ἐπεὶ αἰπόλῳ ἔξοχ᾽ ἐῴκει.
15 Ἐκ μὲν γὰρ λασίοιο δασύτριχος εἶχε τράγοιο
κνακὸν δέρμ᾽ ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον,
ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος
ζωστῆρι πλοκερῷ, ῥοικὰν δ᾽ ἔχεν ἀγριελαίω
δεξιτερᾷ κορύναν. Καί μ᾽ ἀτρέμας εἶπε σεσαρώς
20 ὄμματι μειδιόωντι, γέλως δὲ οἱ εἴχετο χείλευς·

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Θεοτόκης Ζερβός: Στο επιούσιο χάσμα των πράξεων



Θα με βοηθούσες με το τραγικό σου εχέγγυο
τη δηλωμένη αλκή σου και την παραδεκτή
έναν τόνο πιο ψηλά να μιλήσω για ιστορίες χαμένες
ερείπια κι αποκαΐδια στο πέρασμα του αδιάφορου χρόνου
βήματα ταπεινά του ανέμου που αγκαλιάζει όλα τα δέντρα
όλα τα πετεινά που βοηθάει στο εξαίσιο πέταγμα.
Ώρα μεσημεριού και προσευχής
στιγμή που οι ταξιάρχες ταχτοποιούν τις κουρασμένες ψυχές
θα με βοηθούσες να εννοήσω αυτή την εποχή
τον χρόνο της διαστολής που παγιδεύει το περασμά μου
τη φωνή μου που έχει ηλικία χωρίς να αξιώνει.
Κρύσταλλο συντριμμένο σε μυριάδες τραγούδια
μεγεθυσμένη αντιφώνηση στις εκκλήσεις του εσπερινού
κρυφό σαράκι του νου που αιωρείται
στο επιούσιο χάσμα των πράξεων.


Από την ποιητική συλλογή: «Λογόκλονος» (1987).
Από το βιβλίο: Θεοτόκης Ζερβός, «Εθελοντική καθοδος, 1971-191», Έψιλον, Χαλάνδρι 1991, σελ. 69.


Πηγή

Θεοτόκης Ζερβός: Μ' επιμονή σε μια χαμένη αλληλουχία



Έχουμε μέσα μας το φόβο του καλοκαιριού
τα φονικά σπαθιά του λυγισμένα σε σκοτεινό ασημί
κι ανάμεσά μας την ανάσα δύσκολη.
Κι όλα ν’ αχνοσαλεύουνε μες στην απόπνοια –
σαν όνειρο που ξόδεψε το κύρος του
στις κνήμες να χαϊδεύεται μια κούραση.

Μας σακατέψανε τόσο λευκά τα μεσημέρια
σε δρόμους που ήταν μια φορά κι ερήμωσααν
ασβεστωμένη η υπόσχεση στους τοίχους.



Από το βιβλίο: Θεοτόκης Ζερβός, «Εθελοντική κάθοδος», Εκδόσεις έψιλον, Κέρκυρα 1991, σελ. 27.


Πηγή

Umberto Saba: Ουρανός



Η ευγενική, η υπέροχη Λίνα
ανοίγει διάπλατα το παράθυρο ώστε να βλέπω
τον απέραντο ουρανό.

Ήσυχος εδώ σε ανάπαυση, όταν σκέφτομαι
πως μάταια έδωσα, πως το τέλος πλησιάζει,
ακόμη πιο πολύ μ’ αρέσει αυτός ο ουρανός,
αυτά τα χελιδόνια, αυτά τα σύννεφα.
Άλλο δεν ζητώ.
Να καπνίζω
την πίπα μου σιωπηλά σαν ένας γέρος
θαλασσόλυκος.


Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας.



Umberto Saba: Τελευταίο



Κοιτάζω γυναίκα το σκύλο σου που τον αγαπάς
και σ’ αγαπάει. Κι εγώ, αν σκεφτώ τη ζωή μου...
Διάφορα επινόησα, καλά ή άσχημα
δεν ξέρω - ένας Θεός το ξέρει, ίσως κανένας.
Ποτέ δεν ανήκα σε κάτι ή σε κάποιον.
Υπήρξα πάντα («δικό σου σφάλμα» μου απαντάς),
υπήρξα πάντα ένας φτωχός αδέσποτος σκύλος.


Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας.


Πηγή

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Χρήστος Μπράβος: Σονέτο του σκοτεινού θανάτου




Της νύχτας και του ανέμου Federico
García Lorca, πέφτει π έ ν τ ε η ώρα.
Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα•
στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.

Σε παίρνει η δημοσιά, για να σε βγάλει
κει που η αστραπή κλωσσάει την αστραπή της.
Του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης,
σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι

κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.
Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας –
και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι
που σού ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;

Σκυλί τρελό τα κόκαλά του γλείφει
και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.


ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ (1996)



Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Fady Joudah: Birth (3)




[...]


3

An infant smile
A gas tickle
The price of milk

It goes up in war

My son is here to teach me
My temperament is genetic

His smile is blind
It dreams a spandrel
Turns opiate in the eyes

He grunts impatient wants
Gas out as soon as

It forms in peace
He coos

It’s what doves do
Though excitable
Observant of moving lips

Attempts utterance
Throws up happy spit
And hunger’s renewed


ALIGHT (2013)


Gary Snyder: Mid-August at Sourdough Mountain Lookout




Down valley a smoke haze
Three days heat, after five days rain
Pitch glows on the fir-cones
Across rocks and meadows
Swarms of new flies.

I cannot remember things I once read
A few friends, but they are in cities.
Drinking cold snow-water from a tin cup
Looking down for miles
Through high still air.


Mahmoud Darwish: To Our Land



To our land,
and it is the one near the word of god,
a ceiling of clouds
To our land,
and it is the one far from the adjectives of nouns,
the map of absence
To our land,
and it is the one tiny as a sesame seed,
a heavenly horizon ... and a hidden chasm
To our land,
and it is the one poor as a grouse’s wings,
holy books ... and an identity wound
To our land,
and it is the one surrounded with torn hills,
the ambush of a new past
To our land, and it is a prize of war,
the freedom to die from longing and burning
and our land, in its bloodied night,
is a jewel that glimmers for the far upon the far
and illuminates what’s outside it ...
As for us, inside,
we suffocate more!


THE BUTTERFLY' S BURDEN (2008)

English translation by Fady Joudah

Τέλλος Φίλης: Περί Κοιμήσεως



Υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσα στον θρήνο και στον αποχαιρετισμό. Ο θρήνος σπάνια είναι δημόσιος, κι αν είναι, ενίοτε εμπεριέχει αρκετή υποκρισία ή σκοπιμότητα, ή έστω μια τάση drama queen. Ο αποχαιρετισμός όμως δηλώνει σεβασμό, γνώση, αγάπη. Κυρίως μια αρχοντιά από την πλευρά των ζωντανών, της αναγνώρισης ότι δεν "άνθησαν ματαίως" αυτοί που μόλις έφυγαν από τη ζωή. Δηλώνει επίσης μια προσπάθεια αποδοχής του θανάτου. Είναι η στιγμή που κι ο χειρότερος άνθρωπος δικαιώνεται. Τελειώνει η παρουσία του. Ακόμη κι εδώ όμως διαπιστώνω ότι καταφέρνουμε να χάνουμε το μέτρο. Είναι που αυτό το συνεχές lifestyle νεότητας των τελευταίων δεκαετιών μάς ξέμαθε να εκτιμούμε την παρουσία και τα χρόνια των ανθρώπων. Μας εμποδίζει να ομολογήσουμε το σημαντικό του βίου τους. Τελικά, κατάφερε να μας τρομάζει η απώλεια αντί να μας κάνει πιο δυνατούς.

Γι’ αυτό και οι νεότεροι προτιμούν να φλερτάρουν μέσω chatrooms. Άμαθοι να διαχειρίζονται την απώλεια. Την απόρριψη. Απροετοίμαστοι. Όλο και λιγότερο επιτρέπουν στον εαυτό τους να έρχεται αντιμέτωπος με τους αποχαιρετισμούς. Επιλέγουν να τους προσπερνούν. Σαν μαύρες τρύπες στις ζωές τους, αγνοώντας ότι, στο πέρασμα των χρόνων, αυτές οι μαύρες τρύπες όλο και θα αυξάνονται, μέχρι που όλη τους η ζωή θα είναι μια μαύρη τρύπα. Χωρίς μνήμη, χωρίς συναισθήματα, χωρίς παραδείγματα, χωρίς παρηγοριά. Ευτυχώς μέχρι τότε θα έχω αναχωρήσει κι εγώ.


Πηγή

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος: Η ψυχή μου







***


Διαβάστε και την ενδογλώσσική μετάφραση του ποιήματος από την Γλυκερία Μπασδέκη, εδώ.

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος: Το άγαλμα της Παρθένου



Την θέσιν είδον την κενήν εντός του Παρθενώνος,
όπου υψούτο η Παλλάς, η κόρη του Φειδίου.
παρέσυρε το άγαλμα ο διαρρέων χρόνος
και τίποτε δεν σώζεται, ούτ΄ ίχνος του μνημείου,

Καλύτερον! Δεν αγαπώ ρυτίδας εις το κάλλος.
δεν αγαπώ ερείπια και όγκον συντριμμάτων·
γλυκύτερος ο θάνατος ή των ετών ο σάλος,
αργά ροφών την ύπαρξιν και ράκη αναπλάττων.

Εξευτελίζει των ετών η σαρκώδη πάλη
παραμορφούσα, φθείρουσα, αθάνατα μνημεία·
δεν είναι πλέον άγαλμα του λίθου η σκυτάλη,
και νικωμένη φαίνεται η μεγαλοφυΐα.

Τι έγινε το άγαλμα, ουδείς γνωρίζει πλέον!
Ουδείς το είδεν άμορφον, παλαιόν προς τον χρόνον·
ακμαίον το απήλαυσαν, το έχασαν ακμαίον
και μένει ζώσα η εικών της καλλονής του μόνον.

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος: Ο Φανός του Κοιμητηρίου Αθηνών



    Εν μέσω πένθους οιωνοί γλυκειάς ευτυχίας,
φάροι τον νουν ευθύνοντες προς την αθανασίαν,
Διάδημα επικοσμούν το φάσμα της σκοτίας,
Τα άστρα, την ατέρμονα βαδίζουσι πορείαν.

    Αλλά ιδέ, εκεί μακράν, εις το νεκροταφείον,
Φανόν με του ορίζοντος συμπίπτοντα τό πέρας·
Δεν είναι μέγας ως αστήρ και πλήρης μυστηρίων,
Αλλ' έχει τας ακτίνας του πολύ συμπαθεστέρας.

    Φανέ φυλάσσων τούς νεκρούς, τον θάνατον φωτίζων,
Σε, φως, ζωήν, τις έρριψεν εντός κοιμητηρίου;
Δεν είναι ως μειδίαμα χείλος νεκρού στολίζον;
Σε βλέπουν οι υπνώττοντες κάτωθεν τού φορείου;

    Σχίζε το σκότος της νυκτός και, απειλών τους ζώντας,
Ρίπτε το φώς σου όπου χους υπάρχει και σκοτία,
Μέτρει τους λίθους των νεκρών και τους αποθανόντας·
Ω! πόσοι είναι! φρικιά και τρέμει ή καρδία.

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος: Ανία



    Hσθάνθητε την άμετρον εκείνην αθυμίαν,
Ήν η ανία προξενεί και ήτις, δολοφόνος,
Προσέρπει ένδον της ψυχής και δάκνει την καρδίαν,
Ότε λαμβάνει η ψυχή διάρκειαν αιώνος;

    Hσθάνθητε το φοβερόν κενόν το περιβάλλον,
Ως τις σινδόνη νεκρική σφριγώντα έτι βίον,
Ότε βαρύ αγωνιά το στήθος το χθες πάλλον,
Kαι ήδη μόνον έρωτος ερείπια εγκλείον;

    Hσθάνθητε εν τη ψυχή την άζωον γαλήνην
Tην επομένην εις δεινήν παθών ανεμοζάλην,
Ότε κορέσαντες αυτήν την άπληστον οδύνην
Σιγώντες των ονείρων μας μετρούμεν την αιθάλην;

    Bαρύθυμος και σύνοφρυς εις την οδόν του βίου
Bαδίζει ο χθες ζωηρός και χαίρων νεανίας·
Περί αυτόν επικρατεί σιγή κοιμητηρίου,
Kαι την οδύνην θεωρεί μετ' αδιαφορίας.

    Ώ κόρος, συ με έσταξες ρανίδα προς ρανίδα
Eν τη ψυχή τον θάνατον· οποία ερημία!
Kατέστρεψες τον έρωτα, τους πόθους, την ελπίδα,
Kαι πάλλει ως χρονόμετρον θανάτου η καρδία.

    Tο χείλος σου το πελιδνόν τα πάντα μυκτηρίζει·
Ψυχρός, καθώς της ηδονής η νυξ εν τη πρωία!
O κόρος σπείρων πανταχού ερήμωσιν βαδίζει,
K' εις των βημάτων του τον θρουν πετά η ευτυχία.

    Όπισθεν πάσης ηδονής καραδοκεί λανθάνων,
Kαι εις το πρώτον φίλημα ως γίγας ανυψούται·
Kαι όπου ήν συμπόσιον δεικνύει των λειψάνων
Tον σκελετώδη ορμαθόν, και νυξ πυκνή απλούται.

    Oυδέν μοι έμεινεν· αυτή η μνήμη αφηρέθη,
Tο πτώμα τούτο της χαράς εν μέσω της οδύνης·
Παρήλθεν ανεπιστρεπτεί του έρωτος η μέθη·
Aπογοήτευσις, αυτό το παρελθόν μολύνεις;

    Ώ φύσις, ήτις ανθηρά αναγεννάσαι πάλιν,
Πού είναι ήδη αι στιγμαί αι ευτυχείς εκείναι;
Aπεκοιμήθην ασφαλής παρά την σην αγκάλην,
Πού είναι η καρδία μου, ο έρως μου πού είναι,

    Kαι η ελπίς, ο σύντροφος της εποχής εκείνης,
Aφού απενεκρώθησαν και όνειρα και πόθοι,
Ως η Nιόβη, έκπληκτος, βωβή εκ της οδύνης,
Eκάλυψε το πρόσωπον αυτής, απελιθώθη.

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος: Στιγμαί Μελαγχολίας




                                I

    Εις μάτην επεζήτησα παντού την ευτυχίαν·
Δεν εύρον ειμή στεναγμόν και πόνον και πικρίαν·
    Όσας καρδίας έθιξα παλμόν δεν είχον ένα,
Και αίσχ', υπό την καλλονήν, υπήρχον κεκρυμμένα.

    Και ήδη, τα συντρίμματα εγκλείων της καρδίας,
Ψυχρός ορθούμαι θεατής της ζώσης κωμωδίας,
    Ήν παίζετε περί εμέ· ενίοτε δακρύω,
Και με το δάκρυ μου αυτό την μοίραν σας δεικνύω.

    Γελάτε ήδη· και εγώ καθώς υμείς εγέλων
Κ' ευδαιμονίαν έπλαττον, κ' εφανταζόμην μέλλον.
Ο γέλως ήδη έσβεσε, και ο σπασμός του μόνον
Δεικνύει την μετατροπήν της ηδονής εις πόνον.

    Ώ μη, ώ μη το πυρ αυτό του έρωτος σκορπάτε
Εις χώραν άγονον, εν ή ο στεναγμός γεννάται,
Όπου ως λύπης σύνθημα προφέρεται ο έρως.
Συνεπιφέρων νέκρωσιν του βίου παρακαίρως.

    Το πυρ του έρωτος– ώ ναι, το πυρ του τίς αρνείται;
Δεν έχει και ο ήλιος; και όμως εξαντλείται,
Οπόταν τας ακτίνας του περί τους πόλους ραίνει
Και χάνει την θερμότητα και ούτος· δεν θερμαίνει.

    Οπόταν όνειρον γλυκύ τας σκέψεις στεφανόνη,
Ποθούμεν πράγμα να γενή· και όμως άμα μόνη
Αρχή πραγματικότητος φανή, ταχύς ο κόρος
Προσβάλλει του ονείρου μας την τέρψιν παραφόρως.

    Ενώ αν τ' όνειρον σωθεί, τουλάχιστον μας μένει
Αόριστός τις ηδονή περικαλυπτομένη
Με ομιχλώδη καλλονήν, και η ελπίς μάς στέφει,
Και σχίζουν αι ακτίνες της του βίου μας τα νέφη.

    Ελπίζετε· αλλά ποτέ, ποτέ σας μη ζητείτε
Τον κόσμον όν φαντάζεσθε, τον κόσμον όν ποθείτε,
Όν εκβλαστάνει η ψυχή και τρέφει η καρδία,
Να εύρητε εν τη ψυχρά της γης μας κοινωνία.

Φυλάξετέ τον· γέροντες οπόταν καταβήτε
Εις της ζωής το όριον, έν άνθος θα ιδήτε
Να στέψη την εσχάτην σας εκείνην κατοικίαν·
Θα είν' ο έρως άπειρον εκχύνων ευωδίαν.

Απαγγέλλει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ






Απαγγέλλει ο Βύρων Λεοντάρης






Απαγγέλλει ο Τάσος Γαλάτης




Γεώργιος Βιζυηνός: Άσμα


Ο τηλεοπτικός Βιζυηνός, Αντώνης Θεοδωρακόπουλος ("Η σιωπή των αγγέλων", ΕΡΤ)

Τα άνθη που μ’ έχεις χαρισμένα,
  δεν εμαράθηκαν ακόμη.
Ήσαν πιστότερ’ από σένα
  κι από την άστατή σου γνώμη.

Τάχω τηρήσει στην θωριά τους
  με τα γλυκά φιλήματά μου·
τώρα μου πίνουν για δροσιά τους
  τα άφθονα τα δάκρυά μου.

Όταν στερέψουνε κ’ εκείνα,
  τότε θα ταύρουν μαραμένα.
Τότε τα ρόδα και τα κρίνα –
  θενά τα θάψουνε μ’ εμένα!


Πηγή

Σωτήρης Παστάκας: Η μάθηση της αναπνοής


Κώστας Ρεούσης: Ωδή του αλεξικέραυνου κατακεραυνωμένου ανθρώπου Ένα ποίημα για το Σωτήρη Παστάκα




Νίκος Καρούζος: Λυρική δεοντολογία



Εκείνο που μονάχα στην αόριστη μουσική
μπορούμε ναν το ζήσουμε
κανένας λεκτικός τρόπος δεν το δείχνει.
Κατάργηση σήψη που διέπω.
Τους ακανθώδεις αριθμούς τους ανάτειλα
ωσάν επειγόμενος πηλοπλάστης.
obscura per obscuris αποφαίνομαι σύγκορμος
κι αυτό είν’ η μόνη μου χάρη.
Δέχομαι συνεχώς αθωότερη θνησιμότητα
φρυγική της βακχείας φυσικότητα.
Η διάκριση που ειπώθηκε άθροισμα ερρέτω
διαίρεση και μαύρος πολλαπλασιασμός
η φιλάρεσκη αφαίρεση
πουθενά δε θα σκιρτήσουν -, έρωτας εξάρχει
είναι σαμσάρα δίχως ερώτηση.

Κωστής Παπαγιώργης: Οι πρώην



Εφόσον κάθε ωρίμανση βασίζεται στα σφάλματα της νεότητας –δηλαδή όχι μόνο της εφηβείας, αλλά και της αφέλειας εν γένει– η σοβαρότητα, όπως και αν την καταλάβουμε, έχει πάντα ένα αμφίβολο παρελθόν. Σαν τους αυτοδημιούργητους μεγιστάνες που ξεκίνησαν πένητες αλλά ευφάνταστοι, σαν τις ηρωίδες του Ντοστογιέφσκι που τρέφουν την ιταμή τους περηφάνια με την οργή για το ταπεινωμένο τους παρελθόν, υπάρχει κάποια σημαντική καμπή στη ζωή τους.

Προφανώς δεν ισχύουν γενικοί και απαράβατοι κανόνες. Είναι γνωστό ότι στα τέλη της ζωής του ο Πλάτων συνέγραψε τους «Νόμους», ήτοι ένα ρεαλιστικό κείμενο και άφησε σε χρυσή θήκη την «Πολιτεία». Επίσης ο Χούσερλ της ώριμης περιόδου θεωρούσε τη φαινομενολογία «χαμένο όνειρο». Αλλά υπάρχουν και οι περιπτώσεις του Χέγκλε και του Κίρκεγκωρ που βεβαιώνουν το αντίθετο. Ωστόσο, όπως κι αν δούμε το μάκρος μιας ζωής, σαν ενότητα ή σαν ρήξη, δεν πρόκειται ποτέ να βρούμε μιαν άξια του εαυτού της ωρίμανση, που να μην αναγνωρίζει –στο παρελθόν– μιαν εποχή πλάνης και ειρήσθω εν παρόδω κωμωδίας που αντιμετωπίζει τον εαυτό της στα σοβαρά. Η θεωρία, η δράση, η συγγραφή, κάθε λογής δραστηριότητα τέλος πάντων που αναμετράται με τη ζωή, για να εκδηλωθεί έχει ανάγκη ένα ποσοστό ζωτικής απειρίας. Διαφορετικά δυσκολεύει την αναπνοή και τον βηματισμό της.

Οδυσσέας Ελύτης: Γεγονός του Αυγούστου




Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα
Με κίνδυνο ν’ αγγίξω μια ευτυχία
Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά
Μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα
Έκανε πως δεν έβλεπε
Και το πουλί του κοριτσιού πήρ’ ένα ψίχουλο θαλάσσης
  και αναλήφτη.

Giorgio Celli: Η μαϊμού και η απουσία



Ο άνθρωπος είναι καθρέφτης της μαϊμούς
ή η μαϊμού τού ανθρώπου;
Ιδού ερώτημα πολλαπλών οπτικών και θεωρήσεων!
Για τη μαϊμού ο άνθρωπος είναι μαϊμού
με περίσσεια πολιτισμού.
Για τον άνθρωπο η μαϊμού είναι άνθρωπος
με πληθωρικότητα φυσικής καταστάσεως:
Η δυσπιστία στην ιστορία
συνεπάγεται εμπιστοσύνη στο κτήνος
και η οντολογία του αιώνα μας
έχει ξαναστείλει τον Πλάτωνα να τραβιέται στα δάση.
Η μεν μαϊμού δεν ξέρει να διαβάζει τους Διαλόγους του,
ο δε Πλάτων στερείται καλής φυσικής καταστάσεως
και δεν κατέχει την κοινωνική αναρρίχηση στα δέντρα.
Για όλα τούτα ακριβώς και μάς οικτείρει η αλήθεια:
γιατί η μαϊμού έχει γίνει ήδη μαϊμού
ενώ ο άνθρωπος ακόμα να γίνει άνθρωπος.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Πηγή

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Οδυσσέας Ελύτης: Άνεμος της Παναγίας



Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μεσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Πρατήριο βενζίνης



Είμαι η έρημη ασφαλτωμένη δημοσιά που αφήνεται
σα μεθυσμένη ανηφορίζοντας με τις μοτοσικλέτες,
αισθαντικό, ολονύχτιο φως που αγρυπνά
σ’ ερημικό πρατήριο βενζίνης – γιατί βλέπω
τα ολόκλειστα αυτοκίνητα σαν παίρνουν τη στροφή
με τις σβηστές τους μηχανές, γιατί τα βλέπω
μες στο εκτυφλωτικό τους φως να σου ανάβουν
εξαίσια υπερκόσμια μουσική – κι ακόμα είμαι
το ξαφνικό μελάνιασμα στο καθαρό λουσμένο φως
η κλειδωμένη μου φωνή μέσα στα δάχτυλα
μέσα στο σώμα

Κι εγώ μετεωρίζομαι σα φλέβα
καλοκαιριού, σα να ’χω σβήσει όλα
τα φώτα μου και περιμένω ακόμα


Τζένη Μαστοράκη: Περίληψη




Παιδί, η μάνα μου
μου φόραγε κατάσαρκα το πατερημών
και γαλάζια φυλαχτά της Τήνου.
Έπαιρνε ένα μεγάλο κλειδί
και διπλοκλείδωνε τον ύπνο μου.
Το πρωί μέτραγε τα όνειρα
και τα κατάγραφε σ' ένα τετράδιο.
Τώρα μου ξορκίζει
το τραγούδι απ' τα χείλια
όταν κοιμάμαι
και κάθε βράδυ το κρεβάτι μου
γίνεται ένα κεντημένο κάντρο
που γράφει «Ελευθερία ή Θάνατος».