Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

C.K. Williams: Butchers




1

Thank goodness we were able to wipe the Neanderthals out, beastly things,
from our mountains, our tundra—that way we had all the meat we might need.

Thus the butcher can display under our very eyes his hands on the block,
and never refer to the rooms hidden behind where dissections are effected,

where flesh is reduced to its shivering atoms and remade for our delectation
as cubes, cylinders, barely material puddles of admixtured horror and blood.

Rembrandt knew of all this—isn’t his flayed beef carcass really a caveman?
It’s Christ also, of course, but much more a troglodyte such as we no longer are.

Vanished those species—begone!—those tribes, those peoples, those nations—
Myrmidon, Ottoman, Olmec, Huron, and Kush: gone, gone, and goodbye.

2

But back to the chamber of torture, to Rembrandt, who was telling us surely
that hoisted with such cables and hung from such hooks we too would reveal

within us intricate layerings of color and pain: alive the brush is with pain,
aglow with the cruelties of crimson, the cooled, oblivious ivory of our innards.

Fling out the hooves of your hands! Open your breast, pluck out like an Aztec
your heart howling its Cro-Magnon cries that compel to battles of riddance!

Our own planet at last, where purged of wilderness, homesickness, prowling,
we’re no longer compelled to devour our enemies’ brains, thanks to our butcher,

who inhabits this palace, this senate, this sentried, barbed-wire enclosure
where dare enter none but subservient breeze; bent, broken blossom; dry rain.


Source: Poetry (April 2011)

C.K. Williams: I Hate



I hate how this unsummoned sigh-sound, sob-sound,
not sound really, feeling, sigh-feeling, sob-feeling,
keeps rising in me, rasping in me, not in its old disguise
as nostalgia, sweet crazed call of the blackbird;

not as remembrance, grief for so many gone,
nor either that other tangle of recall, regret  
for unredeemed wrongs, errors, omissions,
petrified roots too deep to ever excise;

a mingling rather, a melding, inextricable mesh  
of delight in astonishing being, of being in being,
with a fear of and fear for I can barely think what,
not non-existence, of self, loved ones, love;

not even war, fuck war, sighing for war,
sobbing for war, for no war, peace, surcease;
more than all that, some ground-sound, ground-note,  
sown in us now, that swells in us, all of us,  

echo of love we had, have, for world, for our world,
on which we seem finally mere swarm, mere deluge,
mere matter self-altered to tumult, to noise,
cacophonous blitz of destruction, despoilment,

din from which every emotion henceforth emerges,
and into which falters, slides, sinks, and subsides:
sigh-sound of lament, of remorse; sob-sound of rue,  
of, still, always, ever sadder and sadder sad joy.


Source: Poetry (January 2009)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Παντελής Μπουκάλας: «Κράτιστον φάρμακον ο λόγος»



Για την ωφέλιμη τέχνη της αλυπίας και τον εισηγητή της, τον Αντιφώντα, λέγαμε εδώ την περασμένη Κυριακή. Και ιδού η λέξη αλυπία παρούσα και μετά Χριστόν, όπως και η λύπη άλλωστε. Στο διήγημα «Τα μαύρα κούτσουρα» ο Αλ. Παπαδιαμάντης αποκαλεί «αλυπιακόν» το «μοσχάτον» κρασί που «περιτέχνως κατεσκεύαζε» ο ιερομόναχος Αλύπιος ή παπα-Αλύπας στο κοινόβιο του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο. Το κρασί αυτό, γράφει ο Παπαδιαμάντης, «ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν’ ανακουφίζει τας λύπας, τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου». Συμφωνεί έτσι ο Σκιαθίτης με τον Ευριπίδη, τον Θέογνη και πολλούς άλλους ποιητές, αρχαίους και νεότερους, για τις παυσίλυπες ιδιότητες του οίνου.

Αν από τον αρχαιοελληνικό στοχασμό περί θανάτου και αλυπίας η μετάβαση στη λατινική σκέψη υπήρξε ομαλή, δεν συνέβη το ίδιο με τον χριστιανικό κόσμο. Εχουμε να κάνουμε με δύο αντιλήψεις ασύμπτωτες, αφού καθεμία οργανώνει τον παραμυθητικό λόγο της ανάλογα με το αν πιστεύει στη φυσικότητα του θανάτου ή την αρνείται. Για τους αρχαίους Ελληνες ο θάνατος είναι μέρος της φυσικότητας του φαινομένου της ζωής, γι’ αυτό και ο Επίκουρος παραινεί: «Να συνηθίσεις την πίστη ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, επειδή κάθε κακό και κάθε καλό βρίσκεται στην αίσθηση, ο δε θάνατος αποτελεί ακριβώς τη στέρηση της αίσθησης». Δεν πρόκειται για υπεροπτικό λογοπαίγνιο μα για βαθιά πίστη που αποκρυσταλλώνεται σε καρτερικότητα.

Τα εντελώς αντίθετα πρεσβεύει ο Γρ. Νύσσης, ο μικρότερος αδερφός του Μεγ. Βασιλείου, γερός γνώστης της θύραθεν παιδείας, φιλοσοφικότατος εκκλησιαστικός συγγραφέας, «πατέρας των πατέρων». Τις σχετικές ιδέες του τις βρίσκουμε συγκεντρωμένες στον τόμο που περιέχει «Λόγους για τον θάνατο και το πένθος παρηγορητικούς», μεταφρασμένους από τον Ι. Γρ. Πλεξίδα (Ζήτρος, 2004), και στο έργο του «Περί ψυχής και αναστάσεως», σχεδιασμένο με μορφή πλατωνικού διαλόγου· άλλωστε η σχέση του με τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς είναι ευδιάκριτη, λ.χ. στα επιχειρήματά του υπέρ της αθανασίας της ψυχής. Για τον Γρηγόριο ο θάνατος είναι δυσλειτουργία της φύσης και ανωμαλία της. Με την πίστη ότι «Θεός γαρ θάνατον ου εποίησεν», προχωρεί στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι ευεργεσία, διότι έτσι ανακόπτεται η αμαρτία· αλλά η άποψη αυτή ελέγχεται απολύτως αναντίστοιχη με την πείνα του ανθρώπου για ζωή, γι’ αυτό το σολωμικό «μέγα καλό και πρώτο», ένα δώρο-άπαξ.

Μακεδόνιος Ύπατος: [Ει βίον εν μερόπεσσι Τύχης παίζουσιν εταίραι...]


Παλατινή Ανθολογία, Ι΄ 70

Ει βίον εν μερόπεσσι Τύχης παίζουσιν εταίραι
Ελπίδες αμβολάδην πάντα χαριζόμεναι,
παίζομαι, ει βροτός ειμι· βροτός δ’ ευ οίδα και αυτός
θνητός εών· δολιχαίς δ’ ελπίσι παιζόμενος
αυτός εκοντί γέγηθα πλανώμενος ουδέ γενοίμην
ες κρίσιν ημετέρην πικρός Αριστοτέλης.
Την γαρ Ανακρείοντος ενί πραπίδεσσι φυλάσσω
παρφασίην, ότι δει φροντίδα μη κατέχειν.


***


Αν οι συντρόφισσες της Τύχης, οι Ελπίδες, εμπαίζουν των ανθρώπων τη ζωή,
χαρίζοντας με αναβολή τα πάντα,
παιχνίδι τους κι εγώ, αν είμαι άνθρωπος·
και καλά το ξέρω βέβαια, άνθρωπος είμαι, όντας θνητός.
Αφού λοιπόν ελπίδες μακρινές με εμπαίζουν,
αυτοθέλητα την εξαπάτησή μου απολαμβάνω.
Και μακάρι, ποτέ μου να μη γίνω ξινός Αριστοτέλης.
Κρατάω στο νου μου του Ανακρέοντα την προτροπή:
για τίποτε δεν πρέπει να μας νοιάζει.


Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Παντελής Μπουκάλας



Πηγή

Παντελής Μπουκάλας: Τα αθλήματα και τα ποιήματα



Μέρες που είναι, ολυμπιακές, με το Ρίο να προσπαθεί να ανταποκριθεί σε ένα εγχείρημα που το ξεπερνάει και απειλεί να το τσακίσει –όπως τσάκισαν δα και την Αθήνα, την Ελλάδα όλη, οι Ολυμπιακοί του 2004–, δεν περιττεύει να ξαναθυμηθούμε πτυχές του αρχαίου ποιητικού σχολιασμού για τον αθλητικό κόσμο. Να θυμηθούμε δηλαδή ότι με τους Αγώνες και τους αθλητές δεν ασχολήθηκε μόνο ο Πίνδαρος. Ασχολήθηκε, περιστασιακά έστω, εξαιτίας πάντως της γενικότερης αντίληψής του για τα ανθρώπινα, και ο Ευριπίδης. Και με πνεύμα εντελώς διαφορετικό από το δοξαστικό του Θηβαίου ποιητή.

Ο Αθηναίος τραγικός ελέγχει, ψέγει, επικρίνει έναν κόσμο πλασμένο από την υπερβολή. Παραλαμβάνει έτσι τη σκυτάλη του αντιρρητικού λόγου και του έμμετρου ψόγου από έναν φιλόσοφο τις ιδέες του οποίου εκτιμούσε ιδιαίτερα· τον ριζοσπαστικά ορθολογιστή Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο. Ενας από τους πρώτους στοχαστές με μονοθεϊστική αντίληψη ο προσωκρατικός διανοητής, πρέσβευε πως είναι άδικο «να προκρίνεται η ρώμη και όχι η ενάρετη γνώση» και να σιτίζονται με έξοδα του Δημοσίου όσοι νικούν στο παγκράτιο ή τις αρματοδρομίες.

Η άποψη του Ευριπίδη, συνοψισμένη στον προκλητικό αφορισμό «κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα / ουδέν κάκιόν εστιν αθλητών γένους», αναπτύχθηκε σε μια χαμένη τραγωδία του. Ο τίτλος της, «Αυτόλυκος», είναι το όνομα του πονηρού παππού του παμπόνηρου Οδυσσέα (πατέρας του οποίου, χάρη σε μια νυχτερινή πλεκτάνη του Αυτόλυκου, δεν ήταν ο αγαθός Λαέρτης αλλά ο επίσης παμπόνηρος Σίσυφος). Το σωζόμενο απόσπασμα το είχα μεταφράσει για να το εκθέσω εδώ και δώδεκα χρόνια πριν, με την «ευκαιρία» των δικών μας Ολυμπιακών· ευκαιρία κατασπατάλησης τελικά και όχι νοικοκυρέματος, όπως διατεινόταν τότε ο δημοκοπικός μύθος, τα πανάκριβα λείψανα του οποίου τα βλέπουμε ακόμα, με τη μορφή αχρηστεμένων εγκαταστάσεων, που υψώθηκαν όχι επειδή ήταν αναγκαίες ή χρήσιμες και μεταολυμπιακά, αλλά επειδή ο όγκος τους θα μπορούσε να αποκρύψει τα παίγνια με τις απευθείας αναθέσεις «λόγω του κατεπείγοντος», τις υπερτιμολογήσεις κτλ. Ευριπίδης λοιπόν, εις ανάμνηση, ή μάλλον προς υπόμνηση:

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Peter Orlovsky's letter to Αllen Ginsberg



[New York]
April 22, 58

Dear Allen: 
          . . . Hi Allen – hay-ho doll – come on over and blow me you sexy ass of yours under the sheets that I feel all the time – right there between my hands – I miss the shoe shine you'd give my cock! – God – you know I've layd nobody since we last made it together – God for all I know my cock may be getting rusty like a dusty kings crown in dewy dungen – I'm sick of all this crying – the world is never going to end all this sadness – I'm going to marry good woman & grow my own love army . . .



Αllen Ginsberg's letter to Peter Orlovsky



I have been running around with mad mean poets & world-eaters here & was longing for kind words from heaven which you wrote, came as fresh as a summer breeze & “when I think on thee dear friend / all loses are restored & sorrows end,” came over & over in my mind — it’s the end of a Shakespeare Sonnet — he must have been happy in love too. I had never realized that before. . . .

Write me soon baby, I’ll write you big long poem I feel as if you were god that I pray to –

Love,

Allen


Πηγή


Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Γιώργος Σεφέρης: Λιμερίκια (επιλογή)




1.

Ήταν ένα πέος στη Δήλο
που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·
όταν τό ειδε φώναξε: «Ω!
αν βρισκόταν εδώ,
με τούτο θα τον τσάκ’ζα στο ξύλο.»

1939



5.

Ήτανε μια Κυρία στο «Βρυντίριον»
που έλεγε σε μια φίλη της: «Μυστήριον
τί έχει πάθει αυτός ο Κύριος
κι έχει δέσει ο αλιτήριος
στα σκέλη του τοιούτον μολυντήριον.»



9.

Ήτανε μια κοπέλα στη Ναμπούλα
που ’χε κρεμάσει στο μουνί της μιαν αμπούλα
και διαλάλα: «Κρύο μπούζι
το πουλάω το καρπούζι,
το πουλάω το καρπούζι με τη βούλα!»

10. 1941



12.

Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
που είπε στον άντρα της: «Μαλάκα, ντύσου.
Α δε βρεις κανένα χάπι,
σύρε βρες ένα χασάπη
και πες του να σ’ την κόψει την ψωλή σου.»

10. 1941



13.

Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
κι ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
σαν εφίλευε κανεί
έλεγε: «Είναι τάχα κει;
έχει φύγει; —Δεν τους παίρνω πια χαμπάρι.»

10. 1941



17.

Ήτανε μια κοπέλα στην Άντρο
κι έπεσε στο μουνί της ένα χάντρο.
Σαν την έπιαναν οίστροι,
ζήταε πούτσο μ’ αγκίστρι
για να βγάλει το χάντρο απ’ τ’ άντρο.

29. 8. 1940



18.

Ήταν ένα παιδόπουλο στο Αίγιο,
κι ένας Λόρδος περνώντας του λέγει: «Ω!
Αν μ’ αφήσεις πριν φύγω,
να σ’ τον κάτσω για λίγο,
θα σε στείλω μετά στο κολέγιο.»



19.

Είδαμε κι ένα[ν] νέο απ’ τη[ν] Καμπάλα
που ανέμιζε το … [=πέος του] σαν πάλα.
Μια Κάφουρα που είχε λόξα,
όταν είδε αυτή τη δόξα
έκραξε: «Είμαι η φοράδα σου. Καβάλα!


Γιώργος Σεφέρης: «An english great erotic poem»



I think I’d rather like
to be the saddle of the bike.
JOHN BETJEMAN

Δηλαδή:

Αχ! τι γλυκά θα μίλαγά του
αν ήμουν η σέλα του ποδηλάτου.


ΤΑ ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ

Γιώργος Σεφέρης: [Στο φως του λύχνου σ’ έγδυσα...]



3.

Στο φως του λύχνου σ’ έγδυσα, στο χάραμα είχες χύσει
και στο καταμεσήμερο κέρατα μου ’χες στήσει.


ΤΑ ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ

Γιώργος Σεφέρης: [Ζεστάθη το φουστάνι σου στ’ όμορφο καλοκαίρι...]



1.

Ζεστάθη το φουστάνι σου στ’ όμορφο καλοκαίρι.
Βγάλ’ το και δώσ’ μου το λαγό για να χαρεί μαχαίρι.
—Σαν πύρωσα, σα φούντωσα, πέταξα το φουστάνι.
Πιάσ’ το λαγό μου και θα δεις την κάμα πώς δαγκάνει.


ΤΑ ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ 

Naomi Shihab Nye: Late August Hours before the Year 2000



Spun silk of mercy,
long-limbed afternoon,
sun urging purple blossoms from baked stems.
What better blessing than to move without hurry
under trees?
Lugging a bucket to the rose that became a twining
house by now, roof and walls of vine—
you could live inside this rose.
Pouring a slow stream around the
ancient pineapple crowned with spiky fruit,
I thought we would feel old
by the year 2000.
Walt Disney thought cars would fly.

What a drama to keep thinking the last summer
the last birthday
before the calendar turns to zeroes.
My neighbor says anything we plant
in September takes hold.
She’s lining pots of little grasses by her walk.

I want to know the root goes deep
on all that came before,
you could lay a soaker hose across
your whole life and know
there was something
under layers of packed summer earth
and dry blown grass
to moisten.