Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Θάνος Σταθόπουλος: Θα Σε Συμβούλευα: Να Πλήττεις




[Στο τελευταίο μου βιβλίο, Το αυτόματο, υπάρχει ένα κείμενο ποιητικής ― αν και θα έλεγα ότι ολόκληρο το βιβλίο είναι ένα είδος ποιητικής. Το κείμενο αυτό, απόσπασμα ενός μεγαλύτερου κειμένου για τον φίλο μου Ευγένιο Αρανίτση, περιέχει εξ αντανακλάσεως το πώς αισθάνομαι και τον τρόπο που αντιμετωπίζω τη λογοτεχνία.  Παραθέτω εδώ μια τρίτη εκδοχή του κειμένου.]

Έχοντας παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς στο ατελιέ του Ευγένιου Αρανίτση τον τρόπο ενός συγγραφέα να υπάρχει, όχι μόνο μέσα από το σώμα της γραφής, αλλά κυρίως από τη διαδικασία, λεπτό προς λεπτό, της ύφανσης ενός νοήματος που του επιτρέπει τη δημιουργία και την απασχόληση, έχω έλθει σε επαφή και σε σύνδεση με το είδος του καλλιτέχνη που πάντοτε θαύμαζα και ζήλευα: αυτού που αφενός ζει και αναπνέει από την τέχνη του και αφετέρου έχει να κάνει κάτι κατά τη διάρκεια της μέρας του. Ο Μπάροουζ έλεγε ακριβώς αυτό, ότι γράφοντας βρήκε έναν τρόπο να κάνει κάτι, όχι στη ζωή του, αλλά κάθε μέρα. Οπωσδήποτε κάθε καλλιτέχνης δημιουργεί ή οφείλει να δημιουργήσει το ατελιέ του, λίγοι είναι όμως οι καλλιτέχνες που μπορούν να καταβάλουν το ενοίκιο και να ζήσουν εκεί. Το να γράφεις, ισοδυναμεί συχνά με εγγραφή στο ταμείο ανεργίας. Ο Καρούζος, ζώντας τα δευτερόλεπτα ως επαναλαμβανόμενο εφιάλτη, έγραψε κάποτε το περίφημο ποίημα: «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος», και μολονότι περισσεύει ένα είδος ειρωνείας, έθεσε το θέμα στην απολύτως υπαρξιακή του διάσταση. Ή ίσως εξαιτίας της ειρωνείας να προσλαμβάνει μια τραγική καθολικότητα. Ο Φιτζέραλντ, στο «Απόγευμα ενός συγγραφέα», θα περιγράψει την κρίση του συγγραφέα μέσα από την περιγραφή μιας βόλτας στην πόλη. Μια άδεια μέρα που πρέπει να γεμίσει. Κι ωστόσο, πόσο άδεια είναι μια άδεια μέρα ενός συγγραφέα; Και πόσες άδειες μέρες  πρέπει να ζήσει ένας συγγραφέας για να συμφιλιωθεί με τη φύση αυτής της ιδιότυπης ανεργίας; «Μπορεί να περάσουν μήνες ολόκληροι χωρίς να κάνεις τίποτα. Τίποτα απολύτως. Και να είσαι πολύ δυστυχισμένος», γράφει ο Κολτές.

Όταν γνώρισα τον Αρανίτση, οι διαστολές του προς τα έξω ήταν πολύ ισχυρές, αν και ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς ότι λειτουργούσε υπό την ασφυκτική πίεση ενός αισθήματος ενοχής για τον χαμένο χρόνο, τον οποίον ωστόσο εξακολουθούσε να χάνει με μεγάλη ανακούφιση. Θυμάμαι ότι κωλυσιεργούσε με τις «Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου», όπως συνήθως συμβαίνει με κάποιο καινούριο βιβλίο του λίγο πριν πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο (υπό μία έννοια, όχι αυτήν της τελειομανίας, που ούτως ή άλλως τον κατατρύχει, επειδή υποχωρούσε στον μετεωρισμό του, αυτό το είδος της ναυτίας που νιώθει όταν αρνείται να τελειώσει κάτι και εξαιτίας αυτού αρχίζει άλλα δέκα ακόμη, σκαλίζοντας λίγο από δω λίγο από κει, κατά την προσφιλή του μέθοδο του κηπουρού, σύμφωνα με τη ρήση του Μιρό). Δεν μπορώ φυσικά να θυμηθώ σε ποιον αριθμό τυπογραφικών διορθώσεων είχε φτάσει, θυμάμαι όμως ολόκληρα απογεύματα στο σπίτι του, στο Μετς, το 1992, η βότκα να διαδέχεται το ουίσκυ, ακούγοντας ευλαβικά Σαββόπουλο, με αίνιγμα, θαυμασμό και απορία, λίγο πριν διακτινιστούμε στον Βρούτο, στο Decadence ή στο Flower. Το επόμενο πρωί, στο κέντρο του δωματίου (δηλαδή του κόσμου), με θέα τη βιβλιοθήκη, βρισκόταν πάλι μπροστά στον όγκο των διορθώσεων αποκαρδιωμένος. Η έννοια του ατελιέ δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Αντιθέτως, είναι αυτή η έννοια νομίζω που τον μετέθετε κι εξακολουθεί να τον μεταθέτει από τον έναν τόπο στον άλλο, αλλάζοντας συνεχώς σπίτια, μην μπορώντας κι ο ίδιος, φαντάζομαι, ακόμη να αισθανθεί την πλήρη εξουδετέρωση του πραγματικού μέσα στη δίνη των μεταθέσεων και τον όλο και αυξανόμενο θρίαμβο ενός αληθινού τόπου, δηλαδή ενός ποιητικού τόπου, στη μέση ενός κάπου, για να μπορέσει να ζήσει και να εργαστεί. Το έξω άλλωστε δεν είναι κι αυτό παρά ένα στούντιο, όπως δεν κουράζεται να υποβάλλει με το έργο του και, στην περίπτωσή του, το στούντιο της πραγματικότητας μπάζει εφόσον δεν μπορεί να περιέχει εξ ολοκλήρου την αντανάκλαση του ατελιέ του.

Με άλλα λόγια, γράφω σημαίνει δεν ξέρω να υπάρξω αλλιώς, εκτός του τρόπου που μου επιβάλλεται. Ο Αρανίτσης οργάνωσε το ατελιέ του με τον ρυθμό που αναπνέει και έχοντας περάσει πολλά καλοκαίρια στον σκληρό δίσκο μετέτρεψε τα δευτερόλεπτα σε φόρμα του τελευταίου λογοτεχνικού είδους: του νοήματος, όπως έχει γράψει παλιότερα.

Ο μεγάλος καθρέφτης έχει σπάσει, τα θραύσματα όμως δεν είναι αναμνήσεις, είναι αντανακλάσεις του παρόντος που συγκροτούνται σε υποκείμενα: «Εγώ είναι ένας άλλος», του Ρεμπώ ή «Iamanunusualthing», του Μότσαρτ.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου