Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Γιάννης Βαρβέρης: Ρεβεγιόν




Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.
Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι.
Τι λέτε ρε, το ξέρετε
πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;
Κι αυτό τον τύπο να τόνε κεράσετε
μια ελίτσα με κουκούτσι
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δωσ’ το μαχαίρι:
Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…

Νάνος Βαλαωρίτης: Τι είχαμε, τι χάσαμε και τι μας μένει ακόμα…




Χάσαμε τ’ αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητά μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Χάσαμε τον ύπνο μας, τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μικρά Ασία. Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπειά μας, την μπέσα μας (Μπέσαμε μούτσος…), τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο Χρηματιστήριο, τις καρέκλες μας εποχής, στο Δημοπρατήριο, τις ντουλάπες, τους καθρέφτες.

Χάσαμε τη βυζαντινή μας ταυτότητα, ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν χωρίς δάνεια, χωρίς θέσεις στο δημόσιο, αργομισθίες στα Δέκο, στη Λυρική σκηνή, στη Δημόσια Τηλεόραση. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας, τα εισοδήματα απ’ τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας άφησαν χωρίς να το αντιληφθούμε… μια νύχτα βροχερή, συννεφιασμένη.

Τι μας έμεινε;

Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Δήμιος μιας Πράσινης σκέψης, ο Ηλιάτορας, ο νοητός, ο αυτονόητος, μας έμειναν τα νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, τα νησιά, εδώ που τα γυρεύαμε, που ψάχναμε να τα βρούμε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, τα φέρι μποτ, τα ιστιοφόρα.

Μας έμεινε το φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες, τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποίηματά μας και να τα πετάμε στο κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι, να τα δημοσιέψει.

Μας έμειναν τα ωραία κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα παλικάρια, με τ’ αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι, μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια.

Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα κι εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε.



Πηγή

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Κατίνα Βλάχου: Χωρίς τίτλο




Φωτεινό βρέφος
αγάπη ήρθες να φέρεις
στα σκοτάδια τους.

Πώς να σου συγχωρήσουν
τόσο φως οι άνθρωποι;




Κατίνα Βλάχου: Ανοιχτά των Χριστουγέννων




θα περάσει καιρός
χωρίς καμιά τους είδηση
μα δεν θα βάλουν το κακό
στο νου τους
οι μανάδες
οι γυναίκες
τα παιδιά τους
άλλωστε αυτοί
είναι κι η μόνη ελπίδα
κάπου θα φτάσουν κάποτε
και θα ’ρθουν οι ειδήσεις
μαζί και λίγα χρήματα
παρηγοριά στη φτώχεια

μπορεί και μήνες να περάσουν
μπορεί και χρόνια
μέχρι να εξακριβωθεί
ποιοι ήταν οι δεκαοχτώ
που φέτος
βρέθηκαν πνιγμένοι
ανοιχτά των Χριστουγέννων

γυμνές ψυχές
χωρίς χαρτιά
μόνο απ’ του δέρματος το χρώμα
καταλάβαινες
πως δεν ήταν δικοί μας

αλλά εσύ σώπα
όπου να ’ναι
θα σημάνουν οι καμπάνες



"To Τέμπο των Καιρών", εκδ. Περισπωμένη, 2015

Αλεξία Αθανασίου: Ποτέ δεν Ξεχαστήκαμε…





Προσέχαμε! Ποτέ δεν ξεχαστήκαμε.
(Δεν είμαστε οι Μωρές Παρθένες.)
Άγρυπνο βλέμμα μας σε Ορίζοντες αρμένιζε
(άγρυπνο βλέμμα δακρυσμένης προσμονής)
το Αστέρι να διακρίνει• Ολόλαμπρο• να τρέξουμε
Θαύματος κοινωνοί να γίνουμε και ‘μείς.

Μα πάντοτ’ όταν φτάναμε (έχοντας κάτι νιώσει)
Αστέρι είχες χαθεί απ’ τον Ουρανό
Μάνα και Βρέφος Δρόμο Τους έπαιρναν για την Αίγυπτο
αγαλλιάζοντας ξεμάκραιναν επάνω στις καμήλες τους
Μελχιώρ Βαλτάσαρ και Γασπάρ. _
Και ‘μείς ( στο Θαύμα απόντες κάθε χρόνο απόκληροι )
θλίψη αισθανόμαστε την άμμο να μας πνίγει
με βλέμμα τ’ άστρα να κυλούν αλλήθωρο.
_»Ποτέ, λοιπόν, δεν θ’ αντικρίζαμε το Φώς;»

(Κάτι πλανιέσαι ακόμη στους Αιθέρες
με συμπόνοια• σαν μια χρυσόσκονη _ απ’ τ’ Αστέρι _
Σμύρνας πνοή Λιβάνι Ψαλμωδίας ηχώ… η
Ελπίδα μας.
Επόμενη φορά θα ‘μαστ’ Εκεί!)


( Κέρκυρα, Δεκέμβρης ’16 )

Νίκος Καρούζος: Χριστούγεννα του σταλαγμίτη




Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.
Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…
Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.
Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.
Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξέ με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.
Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.
Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τρυγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.
Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι –
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.
Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.
Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.
Ώσπου χάραξε…
Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.
Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση…

Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Κάλαντα



Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
1η εκτέλεση: Κωνσταντής & Αριστοτέλης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: Αγρύπνια (2002)
Άλλες εκτελέσεις: Μάρθα Φριντζήλα



Κυρά, έχεις όμορφο μικρό, στο μόσχο αναθρεμμένο
Το λούζουν, το στολίζουνε, στο δάσκαλο το στέλνεις
Το καρτεράει ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα,
το καρτεράει η δασκάλισσα με δυο κλωνάρια μόσχο
Παιδί μου, πού 'ν' τα γράμματα, παιδί μου πού ειν' ο νους σου;
Τα γράμματά μου στο χαρτί κι νους μου πέρα δέρνει,
πέρα στις νιες τις όμορφες, πέρα στις μαυρομάτες
που 'χουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης: Βαρυχειμωνιά




Όταν εξημέρωσε, το χωρίον ευρέθη κουκουλωμένον από άσπρο-άσπρο χιόνι. Και δεν ήτο ολίγον το λευκόν του χειμώνος προϊόν. Είχεν, αν αγαπάτε, τριών σπιθαμών πάχος, αρκετόν ώστε να βυθίζωνται οι πόδες των διαβατών μέχρι του γόνατος, και να διακοπή η συγκοινωνία των γυναικών μετά των φούρνων και των κήπων, των μόνον οδοιπορικών γραμμών, αίτινες εις τα χωρία διατελούσιν υπό την αποκλειστικήν χρήσιν των γυναικών.

Οδοί και στενωποί και καταλύματα, όλα έγειναν έν λευκότατον και καθαρώτατον στρώμα, μέσα από το οποίον ανέκυπταν οι οικίσκοι του χωρίου, λευκοί και αυτοί ως κύκνοι εντός παγωμένης λίμνης.

Τα πτηνά εσάστισαν απωλέσαντα το προσφιλές των πράσινον χρώμα της χλόης και με ημικλείστους τας πτέρυγας εσύροντο, εσύροντο, και είτα εκοκκάλοναν, ημιβυθιζόμενα επί της αφράτης χιόνος, αν δεν επρολάμβανον να πετάξωσιν επί της στενής αμμώδους παραλίας, ήτις — μια λωρίδα μόνον — έμενεν ελευθέρα ως τεφρόχρουν πλαίσιον της λευκής εικόνος.

Αι θύραι των χθαμαλών οικιών ήσαν ημίχωστοι εις την χιόνα, επί δε των στεγών εσωρεύθησαν βαρείς όγκοι στρογγυλούμενοι εύμορφα προς τα εμπρός και κλίνοντες προς τα γεισώματα, όμοιοι προς τα ρευστά σώματα, σαν άσπρα σύννεφα, τα οποία έμελλον, λέγεις, να καταρρεύσωσι, κι' επάγωσαν μετά την πρώτην κλίσιν των.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Eυγένιος Αρανίτσης: Νίκος Καρούζος (1926 - 1990), Οφειλή




Σε όνειρο που έμοιαζε μ’ αλήθεια
συνάντησα το Νίκο ένα βράδυ
και μου ΄πε: - Το παρόν είναι συνήθεια,
αλλά το χτες θα γίνει το αλφάδι
γι’ αυτά που ο χρόνος δώρισε στον Άδη.
Η ένταση του πόνου, εδώ στα στήθια,
σημαίνει πως το μέλλον εξαρτάται
απ’ όλα όσα κανείς μας δε θυμάται.

Δε δείχνει ούτε το ναι ούτε το όχι
το βέλος της πυξίδας, το σημάδι
ξεχάστηκε για πάντα και οι στόχοι
συγχέονται σε τούτο το σκοτάδι.
Είν’ άραγε ο κόσμος παρακλάδι
τ’ ονείρου που αναδύεται απ’ τη λόγχη
του τίποτα; Στην άβυσσο που μοιάζει
νεκρή και στείρα βλέπω να πλησιάζει

η μέρα που ο τάφος μου θ’ ανθίσει,
μα η σκιά πάνω στης μνήμης την οθόνη,
σαλεύοντας αργά για να θυμίσει
εκείνο που αγαπώ και που τελειώνει,
μου θέτει ένα αίνιγμα που ακόμη
κι ο θάνατος απέτυχε να λύσει.
Λουλούδια από λέξεις θα τινάξουν
τα πέταλα της σκέψης και θα πιάσουν

το νήμα που τυλίγεται κι αρχίζει
να πλέκει μονοπάτια από μετάξι.

Αλλάζουμε. Μα αυτό που συνεχίζει
να μας κρατάει δέσμιους στην τάξη
των ζώντων και νεκρών είναι η πράξη,
εκείνη που στο αίμα της βαφτίζει
τις άγονες στιγμές, τις πιο τρωτές μου.
Σβήσε το φως του μέλλοντος και πες μου.

Δεν ξέρω αν ήταν ψέμα ή αλήθεια…
Θυμάμαι πως τον είδα έν’ άλλο βράδυ
και του ΄πα: - Το παρόν είναι συνήθεια,
σωστά το λες κι ας βρίσκεσαι στον Άδη.
Μα τούτη η σκέψη έχει το ψεγάδι
πως κι αν η αγάπη γράφει παραμύθια
το μίσος θα μας δείχνει άλλους δρόμους
κι οι γάμοι θα σφραγίζονται με φόνους.

Και μου ΄πε: - Στα εμπόδια της ρίμας
ψηλάφησα τη μοίρα του ισοβίτη,
για μήνες σ’ ένα σπίτι της Αθήνας
κοιτώντας τη σελήνη απ’ το φεγγίτη
το θύμα είχα ταυτίσει με το θύτη
κι αντί για το σχεδιάγραμμα του ονείρου
προτίμησα τα λόγια, τη βιασύνη
που δίνει του θανάτου ελεημοσύνη.

Κοιμάται και σωπαίνει σαν τη Σφίγγα
το φως του παραλόγου, κι όμως τώρα
εγώ, που ούτε το δάκρυ μου δε βρήκα
σ’ αυτής της νοσταλγίας την αιώρα,
σου δείχνω εδώ του μνήματος τα δώρα:
οι στίχοι είναι του τίποτα η προίκα.
Και του ΄πα: - Ως εκεί δεν έχω φτάσει.
Κι εκείνος μ’ απαντάει: - Όποιος χάσει

τα ίχνη του ανάμεσα στους μύθους
σ’ αυτόν θ’ αν’ηκεο πάντοτε η μνήμη
κι αυτός θα ΄χει το κράτημα του ξίφους
ανάμεσα σε πόλεμο κι ειρήνη.
Η νύχτα ξαγρυπνούσε σαν αγρίμι
κι ο Νίκος πάλι έπαιζε με γρίφους.
Το ίσως, είπε, είναι του βεβαίως
ο άλλος εαυτός, ο αμελητέος.

Αλλά καθώς οι λέξεις οι αναγκαίες
αγγίζαν στα τυφλά η μια την άλλη
κι ανοίγαν του νοήματος οι αυλαίες,
το σφάλμα, σα μαστίγιο, και πάλι
ηχούσε μες στη σκέψη και η ζάλη
του ύπνου αναμόχλευε ιδέες
κι ελπίδες που σωθήκαν κατά τύχη
στου χρόνου την αφρούρητη αποθήκη.

Και τότε μου ΄πε: - Έλα, θα σου δείξω
τα μέρη τ’ από ‘δω, που δεν αλλάζουν.
Το φως του σταλακτίτη θα σ’ ανοίξω
να δεις τις ερημιές που σε τρομάζουν
και τ’ άφυλα παιδιά που τα θαυμάζουν
οι νέοι και οι γέροι. Κι ό,τι αγγίξω
να ξέρεις πως δε θα ‘ναι παρά ψέμα
και μίμηση γιορτής μπροστά στο βλέμμα.

Ακούσαμε απαλό της χλόης το ρίγος
στο πέλμα, και ο άνεμος θρηνούσε
το κύμα των ψυχών μέσα στο σφρίγος
μιας άγνωστης φωνής που αντηχούσε
πλησιάζοντας διαρκώς. Αδημονούσε
η νύχτα να μιλήσει κι ήταν λίγος
ο χρόνος που απέμενε στον κήπο.
Τον μέτραγε η καρδιά σε κάθε χτύπο

κι ο ήλιος είχε πάψει να φωτίζει.
- Το βλέπεις, μου ‘πε, αυτό το μονοπάτι;
Τελειώνει εκε’ι που η όραση αρχίζει
κι αρχίζει εκεί που φλέγονται οι βάτοι.
Σ’ αυτής της γης τα μήκη και τα πλάτη
δεν έμαθ’ η ζωή να ψιθυρίζει
στ’ αυτί των πεθαμένων. Κάθε μέρα
την τέφρα τους σκορπίζει στον αέρα

θυσία στην ανθρώπινη αστοχία.
Υπέφεραν στην έρημο και χάρη
σ’ εκείνης της πληγής την ευτυχία
επέτρεψαν στο θάνατο να πάρει
στα χέρια του τ’ ωραίο χαλινάρι
του πόνου που γεννάει τη λατρεία.
Πεθαίνοντας, νυμφεύτηκαν το χώμα
και τώρα ταξιδεύουν δίχως σώμα.

Παιδιά περάσαν δίπλα μας και γέροι
μιλώντας σε αόρατες Κυρίες
που ακούμπησαν στον ώμο μου το χέρι.
Οι άγγελοι διηγούνταν ιστορίες
για αρραβώνες, γάμους και μοιχείες
γνωστές από παλιά σ’ αυτά τα μέρη.
Κι ο Νίκος είπε: - Εδώ θα μοιραστούμε
αυτό που απομένει ν’ αρνηθούμε.

Δεν λέω πως τον πίστεψα, αλλά τώρα
ερχόταν προς το μέρος μου απ’ τη λίμνη
(όπου οι ψυχές περίμεναν την ώρα
που θ’ άγγιζε η φτερούγα τους τη μνήμη)
η μάνα μου και μου ‘δειχνε την κρήνη
που έπιναν νερό τα σαρκοβόρα.
Στα μάτια της φυσούσε απ’ την Ασία
και μέσα στης βοής την πανδαισία

ακούστηκε για μένα κάποια νύξη.
Ποιος ίλιγγος, ποια χίμαιρα αιώνων
μπορούσε τώρα πια να ξαναδείξει
τον κόσμο των τρισδιάστατων εικόνων
σ’ εκείνη τη γυναίκα; Των αφρόνων
μνηστή και ερωμένη είν’ η θλίψη -
μα η μάνα μου περπάταγε μιλώντας
για τη χαρά. Της έγνεφε γελώντας

από ψηλά ο πατέρας μου, ζητούσε
αντίπαλο να παίξουν με τα χρόνια
και μέσα στη σιωπή του αναιρούσε
τη λύπη, που μου φαίνονταν αιώνια.
Σε μια σκακιέρα άδεια, δίχως πιόνια,
καθόταν και την ώρα του περνούσε.
Κι ο Νίκος είπε: - Ξέχνα τον, δε βλέπει.
Η νύχτα θα τον βρει εκεί που πρέπει.

Ιρίδιζαν οι κήποι. Και οι λάμψεις
τα βήματα οδηγούσαν προς το Δέντρο.
- Αν θες, είπε το πνεύμα σου να θάψεις,
ιδού ποιο ΄ναι του σύμπαντος το κέντρο,
και της φωνής του άλλαζε το τέμπρο
σιγά σιγά. - Θα άξιζε να κλάψεις
γι’ αυτούς τους μίσχους, για το κάθε φύλλο
της βλάστησης που έθρεψε το θρύλο.

Ανάμεσα στου ύπνου τις καμπύλες
κατέβαιναν τ’ αστέρια προς το χώμα
φωτίζοντας τού όνειρου τις ύλες
και είδα πως, θρεμμένο με το πτώμα
των ένοχων, δεν εχει σχήμα ή χρώμα
το Δέντρο στου Παράδεισου τις πύλες.
Καρπός του είν’ η σκιά που δελεάζει
εκείνον που τολμάει και πλησιάζει.

Λαμπύριζεν η Άρκτος και η πάχνη
αλλοίωνε το θέαμα στο βάθος,
εκεί που είχε πλέξει η αράχνη
το ψέμα απ’ του τίποτα το πάθος.
- Κοιμήσου, είπε ο Νίκος, είναι λάθος

να σκέφτεσαι το σώμα που σε ψάχνει.
Εδώ, όλες οι μέρες είν’ αργίες
κι ο ύπνος θα σου δίνει οδηγίες.

Κοιμήθηκα κι αυτός μονολογούσε
ορθός μπροστά στης νύχυας το δρεπάνι
- Ναι!, έλεγε, ο θάνατος χωρούσε
πολλούς ακόμη, μόνο που η πλάνη
του κάτω κόσμου ήταν το λιμάνι
για όσους ο Θεός δε συγχωρούσε.
Παράδεισος είν’ όνομα ένος τόπου
που φτιάχτηκε απ’ τη φύρα του ανθρώπου.

Ξημέρωσε κι απλώθηκε να λύσει
τα μάγια του το φως πάνω στο στάρι
που πάλλονταν. Κατάλαβα τη ρήση:
ο χρόνος είχε σβήσει το λυχνάρι
του μέλλοντος. Και ρίχνοντας το ζάρι
μιας μοίρας που την είχα λησμονήσει
θυμήθηκα το μόνο που γνωρίζω:
φεύγω μακριά θα πει απλώς γυρίζω.


Πηγή

Ευγένιος Αρανίτσης: Θάλασσα (απόσπασμα)




...Το ράγισμα κυριάρχησε κι είναι ανερμήνευτο: μακριά
Απ' την παρήχηση των κυμάτων, ένας ολόκληρος κόσμος
Κινείται σπασμωδικά προς τα όρια. η ειρωνεία του,
Η εμμεσότητά του πρέπει τώρα να χρεωθεί στην ευτέλεια
Των ανακλαστικών μας, στη λύσσα μας για κατάχρηση.
Το φως δεν καίει, είν' ένα φως θεωρητικό. Δεν περιμένει
Εμάς, μόνον ξοδεύει το υλικό των κορμιών για το πλεονέκτημα
Κάποιας ουδέτερης αναδρομής ή επιτάχυνσης. Ο σκιώδης του
Όγκος οδηγήθηκε στην απώλεια κι η απώλεια βεβηλώνει
Την παλιά μας εκλεπτυσμένη ασυμμετρία. Ό,τι εκτιμήθηκε
Χάνει βάρος και επιπλέει. εκεί εκτίθεται
Σαν κειμήλιο αδιαφορίας, ώσπου σαπίζει. Κανένα δόγμα
Δεν είναι απόρρητο. όλα έπονται ή προηγούνται,
Παραταγμένα, μονοδιάστατα, ευεξήγητα, δηλωτικά
Μιας ανυπόμονης ενσωμάτωσης της σκέψης στο αντικείμενο
Ώστε ο ρυθμός της να συμπίπτει με τη στίλβουσα πρόσοψη
Του καθενός από αυτά. Κι έτσι δεν μας χρειάζονται τα μισόλογα,
Γιατί ανάμεσα στη φυσιολογικότητα και τη σκιά της
Χωράει μόνον ένα ναι ή ένα όχι, μια εικόνα ή τίποτα.
Τέτοιο δράμα πως θα μπορούσε να τραγουδηθεί; Την μελίγηρυν
Αηδόνα εδέξατο νώτοις δελφίν, και πτηνήν πόντιος ηνιόχει.
Πιστοτάτω δ' ερέτη πορθμευομένη τον άκωπον ναύτην
Τη στομάτων θέλγον εγώ κιθάρη... Νοημοσύνη, τρυφερότητα,
Απείθεια, όλα βρίσκονται γραμμένα εκεί, στον ήχο του ήχου σου.
Οι δίνες φαίνεται να έχουνε προκληθεί απ' την πορεία
Του γεγονότος προς τη συνείδηση, απ' τη συχνότητα
Του αντίκτυπου στους ομόκεντρους κύκλους του. Ομιλία,
Φτωχή συνήθεια της κοινής μας αναπνοής, σου ανέθεσα
Να αναθρέψεις το παιδί μου σωστά. Περίμενέ το να σε ακούσει.
Δείξε τα δόντια σου σ' αυτή τη δέσμη (με ξεκουράζει
Να σου μιλάω) των εξηγήσεων για το FORWARD, για το REPLAY.
Το ρολόι εκείνο (τόσο ντελικάτο! Σφαιρική απεικόνιση τ' ουρανού
Όπου Ήλιος, Σελήνη, ζώδια και πλανήτες χόρευαν στην αυτόματη
Δράση βαρούλκων και τροχών σαν την έλλειψη απερισκεψίας
Οδοντωτών) που ο σουλτάνος της Δαμασκού Σαλαντίν
Έκανε δώρο στον γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄,
Ή το ρολόι της Φεζ, στο Μαρόκο (1357 υδραυλική
Κλεψύδρα, ξύλινα ράμφη, λιθοσφαιρίδια) είναι πρώιμες ενδείξεις
Ότι ο άνθρωπος κουράστηκε απ' τις αρνήσεις που τον κρατούν
Στην κυκλικότητα μιας αφήγησης, ότι δεν μπόρεσε να καταλάβει
Τα γεγονότα παρά μονάχα μέσω εκκρεμοτήτων και γενικεύσεων.
Ήλιοι, σπουδές στη ευδαιμονία, γαμήλιες συνθέσεις,
Αναγνωρίζετε το χαμένο σας υποκείμενο; (Κυματίζουνε τόσο
Εξευμενιστικά οι λόφοι στο αντιφέγγισμα της έννοιας - λόφος,
Που εκατομμύρια μικρά "αλίμονο", στο νεράκι, φτιάχνουνε ένα.
Στρογγυλό "ευτυχώς"). Λοιπόν εμείς τ' αναγνωρίζουμε:
Ποτέ δεν γίναμε οπαδοί της κατ' ανάγκην συμπόρευσης,
Της συναίνεσης, του υπερθεματισμού στην ομαλή
Διεκπεραίωση των απείρων λειτουργιών της δυνητικότητας,
Ποτέ δεν στέρξαμε καμία στρατηγική της επιθυμίας.
Αλληλεγγύη λέγοντας, εννοούσαμε μια μεταβίβαση a priori
Μη χρονική. Εδώ είν' αλλιώς. (Να! μία πέρκα ή μήπως ήτανε
Σαργός! Θα τον άγγιζα παραλίγο! Αν τα μάτια σου
’νοιγες, θα ΄χες ήδη απολαύσει ραβδώσεις ενός λευκόχρυσου
Γιαλού μέσα στην έννοια-γιαλός!) Γιατί ο αντίλαλος
Της λησμονιάς βρίσκεται γύρω μας. Θα με ρωτήσεις:
Εάν, αδιάκοπα, το περιεχόμενο της εμπειρίας του εδώ-τώρα,
Αιμορραγεί, σε τι χρειάζονται τα ρολόγια; (Και μι' αχιβάδα!
Θα στην κρατήσω!) Χρησιμεύουνε, πίστεψέ με, σαν ενθύμια
Αυτού του πράγματος, του χαμένου παρόντος. Στη νεκρή
Υλικότητα του χρόνου εξασφαλίζεται μια συμφέρουσα
Επαλήθευση. Πράγμα αφύσικο! Γιορτές, πετάγματα πουλιών,
Ανηθικότητες, όλος ο χρόνος έχει ήδη υπάρξει,
Όλη αυτή η συνενοχή υπεραπλούστευσης κι εφευρήματος,
Όλες εκείνες οι συναιρέσεις κοινοτοπίας και τέχνης
Έχουν κιόλας καταγραφεί σχολαστικότατα
Στα αρχεία. Αναπαράγονται. Τεμαχίζονται. Τρομερή ματαιοπονία.
Γι' αυτό ν' ακούς τον παφλασμό και να ξέρεις
Πως περισσεύει ό,τι δεν έχει αιτία κι ούτε το ίδιο είναι αιτία.
Η ροή του στιγμιαίου επιταχύνεται βάναυσα
Με τις εντάσεις, οι εκδορές της στην ψυχή είναι ανεξίτηλες.
Γι' αυτό ν' ακούς τη σιωπή της σιωπής καθώς το ξύλινο
Πέταγμα αναδεύει στο νερό την εντέλεια. Το REPLAY,
Και το PAUSE του Ραμσή η σπατάλη των αποδείξεων
Ότι η πλάση δύει σ' έναν αλλόκοτο μεσημβρινό
Αυτοανάλωσης του εικονικού της χρόνου δεν σου ταιριάζει.
’κου καλύτερα, άγγελέ μου, μία διήγηση που μας κήδεψε
Ανακαλώντας τις αξίες του συμβολαίου όταν η ώρα μας εκπνέει
Γλυκά με τα τριξίματα του ξύλου. (Έτσι κι η βάρκα μας
Που 'γινε ολόκληρη ένας ρόζος αγάπης)...


Πηγή

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Jack Kerouac: [Ήχος της σιγής]




Ήχος της σιγής -
οι μόνες οδηγίες
που θε να λάβεις



Μετάφραση: Βασίλης Πανδής

Πρώτη δημοσίευση: Ποιείν

Jack Kerouac: [Στο δάσος πήγα]




Στο δάσος πήγα,
να διαλογιστώ - όμως,
πολύ το κρύο


Μετάφραση: Βασίλης Πανδής

Πρώτη δημοσίευση: Ποιείν

Jack Kerouac: [μόνος]




Μόνος, σε ρούχα
παλιά, βυζαίνω κρασί,
φεγγαρόλουστος



Μετάφραση: Βασίλης Πανδής

Πρώτη δημοσίευση: Ποιείν

Allen Ginsberg: Τραγούδι




Το βάρος του κόσμου
είναι η αγάπη
Υπό το άχθος
της μοναξιάς,
υπό το άχθος
της δυστυχίας

το βάρος,
το βάρος που κουβαλούμε
είν’ η αγάπη

Ποιος θα τ’ αρνηθεί;
Στα όνειρ’
αγγίζει
το κορμί,
στη σκέψη
χτίζει
ένα θαύμα,
στη φαντασία
τυραγνιέται
ώσπου να γεννηθεί
στ’ ανθρώπινα τα μέτρα—

κοιτάζει έξω απ’ την καρδιά
φλεγόμενη από αγνότητα—
γιατί το άχθος της ζωής
είν’ η αγάπη,
μα το βάρος κουβαλούμ’
εξαντλημένοι
κι έτσι πρέπει ν’ αναπαυτούμε
στης αγάπης την αγκάλη
τελικά,
πρέπει ν’ αναπαυτούμε στην αγκάλη
της αγάπης

Καμία ανάπαυση
δίχως αγάπη,
κανένας ύπνος
δίχως όνειρα
αγάπης—
ήσυχος ή τρελαμένος
και αγγελοπαρμένος
ή μηχανόφιλος,
η ύστατη ευχή
είν’ η αγάπη
—δεν πικραίνει,
δεν αρνιέται,
δε μπορεί να κρατηθεί
απαρνημένη·

ο βάρος είν’ πολύ μεγάλο

 —πρέπει να δοθεί
δίχως την προσμονή ανταμοιβής
όπως η σκέψη
δίνεται
στη μοναξιά
μες σ’ όλη την τελειότητα
της πλησμονής της

Και τα ζεστά κορμιά
φωτοβολούν αντάμα
στο σκοτάδι,
το χέρι κινείται
στο κέντρο
της σάρκας,
το δέρμα τρέμει
στη χαρά
και η ψυχή χαροποιά
‘ρχεται στο μάτι—

ναι, ναι,
αυτό είναι
που ήθελα,
που πάντα ήθελα,
που πάντα ήθελα,
να επιστρέψω
στο κορμί
όπου γεννήθηκα



Μετάφραση Βασίλης Πανδής

Πρώτη δημοσίευση: Φράκταλ

Allen Ginsberg: Γραμμένο στ’ όνειρό μου απ’ τον Ου.Κ. Ουίλιαμς




«Καθώς
βαστάς

μία κοινή
Αλήθεια

Κοινώς γνωστή
ως πόθος

Καμί’ ανάγκη
να τον

μασκαρέψεις
ως ομορφιά

Καμί’ ανάγκη
να στρεβλώσεις

ό,τι δεν είναι
συμβατικό

ώστε να γίνει
κατανοητό

Διάλεξε
τη μύτη σου

τα μάτια τα αυτιά
τη γλώσσα

φύλο και
μυαλό

για να τα δείξεις
στον κόσμο

Παίξ’ τα
όλα για όλα

στην
ακρίβειά σου

Άκου
τον εαυτό σου

μίλα
στον εαυτό σου

και θα το κάνουν επίσης
κι οι άλλοι

ευτυχείς
ανακουφισμένοι

απ’ το βάρος—
τη δική τους

σκέψη
και πένθος

Ό,τι αρχίνησε
ως πόθος

θα καταλήξει
ως κάτι σοφότερο»



Μπαοντίνγκ, Κίνα
23 Νοεμβρίου 1984


Μετάφραση: Βασίλης Πανδής

Πρώτη δημοσίευση: Φράκταλ

USA: Poetry / Allen Ginsberg & Lawrence Ferlinghetti









Νίκος Καρούζος: Πώς να ονομάσω αυτό το γράψιμο




Σύγνεφα ξεκουτιάρικα διασημότητες της αιθρίας
κάθομαι σ’ ένα βραχάκι σάς απολαμβάνω
δεν έχετε προβλήματα τη λύση την κρατεί γαλήνιος
ο ρακένδυτος προλετάριος
ο φυσικός νόμος
τηλέφωνα δεν ξέρετε την αγάπη
στα άκρα την ξετυλίγετε
τυχάρπαστα δεδομένα σύμβολα της θλίψεως.
Δεν έχω μια δεκάρα στην τσέπη μου κι όμως αγάλλομαι
στη δοξασμένη σας νηπιότητα
ο τιμάριθμος εδώ σε μας ανεβαίνει μα εσάς τί σας νοιάζει
που βροχθίζετε ολοένα το γαλάζιο τ’ ουρανού
μ’ ένα σερνάμενο γεγονός από καραμέλα
θύματα στιγμιαία στα οξύρρυγχα μεγάλα δευτερόλεπτα...
Είμαι κι εγώ ωσάν εσάς τρεχάμενος: επειγόμενη ύλη
μα όχι δεν το ξαναστοχάζομαι
γαϊδούρια μαθουσάλες μού φαινόσαστε βρε άτιμα σύγνεφα
σας ικετεύω μια ματιά σε μένα οπού μάτωσα
την κίνηση συζευχτήκατε λησμονώντας τη δυστυχία μου
προς την πλήρη διάλυση πορευόμενα.

Νίκος Καρούζος: Η συνήθεια να λέω κάτι




Πώς θα νιώσουμε τη γεωγραφία χωρίς τις πρωτεύουσες
(εγώ, κύριε, τη διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη)
νομίζω όμως πως ο χάρτης αγνοεί τα μοιρολόγια μας
τις πεπτικές διαδικασίες των αγαθών μουσουλμάνων
(ε, δεν τη φανταζόμουνα μια τέτοια φράση)
λέγε καημένε τι στοιχίζει μετά θάνατον η ομιλία
τι να τρων τον Αισχύλο τα σκουλήκια
τι το Λάμπρο Πορφύρα…
Για κουτούς η δόξα ψάχνει για κλινήρεις του πνεύματος.
Τι ειν’ ο ίδιος ο Σαίξπηρ αγνάντια στους άγιους
οπού κρατούν αγκαλιά τους τις κορφές στα Ιμαλάια…
Στο ανύπαρκτο κατατείνω
αδιάφορος κι αναντίρρητος.

Νίκος Καρούζος: Σκάβοντας με την Αξίνα του Εφήμερου




Πρόοδος είναι να επιστρέφεις από νοημοσύνη
να πίνεις το νεράκι απ’ το βράχο
με νεολιθική ωριμότητα με ανώγεια μάτια.
Η ορμή μου σε πρόβλημα η καρδιά μου σε θάμβος
τανυσμένος ολούθε
στην πλατειά πολυμέρεια ο απείθαρχος Νόμος
καθιστός ωσάν ξόανο
ο δράκος
που φυλάσσει το νερό
ενάντια στη δίψα (στέρεμα θα ρθει)
οι κλειδώσεις του άνθους.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Lawrence Ferlinghetti: The world is a beautiful place to be born into








Allen Ginsberg: In Back Of The Real




railroad yard in San Jose
I wandered desolate
in front of a tank factory
and sat on a bench
near the switchman's shack.

A flower lay on the hay on
the asphalt highway
--the dread hay flower
I thought--It had a
brittle black stem and
corolla of yellowish dirty
spikes like Jesus' inchlong
crown, and a soiled
dry center cotton tuft
like a used shaving brush
that's been lying under
the garage for a year.

Yellow, yellow flower, and
flower of industry,
tough spiky ugly flower,
flower nonetheless,
with the form of the great yellow
Rose in your brain!
This is the flower of the World.

Gregory Corso: Transformation & Escape




1
I reached heaven and it was syrupy.
It was oppressively sweet.
Croaking substances stuck to my knees.
Of all substances St. Michael was stickiest.
I grabbed him and pasted him on my head. 
I found God a gigantic fly paper.
I stayed out of his way.
I walked where everything smelled of burnt chocolate. 
Meanwhile St. Michael was busy with his sword 
hacking away at my hair.
I found Dante standing naked in a blob of honey. 
Bears were licking his thighs.
I snatched St. Michael’s sword
and quartered myself in a great circular adhesive. 
My torso fell upon an elastic equilibrium.
As though shot from a sling
my torso whizzed at God fly paper.
My legs sank into some unimaginable sog.
My head, though weighed with the weight of St. Michael, 
did not fall.
Fine strands of multi-colored gum
suspended it there.
My spirit stopped by my snared torso.
I pulled! I yanked! Rolled it left to right!
It bruised! It softened! It could not free!
The struggle of an Eternity!
An Eternity of pulls! of yanks!
Went back to my head,
St. Michael had sucked dry my brainpan!
Skull!
My skull!
Only skull in heaven!
Went to my legs.
St. Peter was polishing his sandals with my knees! 
I pounced upon him!
Pummeled his face in sugar in honey in marmalade! 
Under each arm I fled with my legs!
The police of heaven were in hot pursuit!
I hid within the sop of St. Francis.
Gasping in the confectionery of his gentility 
I wept, caressing my intimidated legs.


2
They caught me.
They took my legs away.
They sentenced me in the firmament of an ass.
The prison of an Eternity!
An Eternity of labor! of hee-haws!
Burdened with the soiled raiment of saints
I schemed escape.
Lugging ampullae its daily fill
I schemed escape.
I schemed climbing impossible mountains.
I schemed under the Virgin’s whip.
I schemed to the sound of celestial joy.
I schemed to the sound of earth,
the wail of infants, 
the groans of men, 
the thud of coffins. 
I schemed escape.
God was busy switching the spheres from hand to hand. 
The time had come.
I cracked my jaws. 
Broke my legs.
Sagged belly-flat on plow
on pitchfork
on scythe.
My spirit leaked from the wounds.
A whole spirit pooled.
I rose from the carcass of my torment. 
I stood in the brink of heaven.
And I swear that Great Territory did quake 
when I fell, free.

Gregory Corso: The American Way




1

I am a great American
I am almost nationalistic about it!
I love America like a madness!
But I am afraid to return to America
I’m even afraid to go into the American Express—


2

They are frankensteining Christ in America
         in their Sunday campaigns
They are putting the fear of Christ in America
         under their tents in their Sunday campaigns
They are driving old ladies mad with Christ in America
They are televising the gift of healing and the fear of hell
         in America under their tents in their Sunday 
         campaigns
They are leaving their tents and are bringing their Christ
         to the stadiums of America in their Sunday
         campaigns
They are asking for a full house an all get out
         for their Christ in the stadiums of America
They are getting them in their Sunday and Saturday 
         campaigns
They are asking them to come forward and fall on their
         knees
         because they are all guilty and they are coming
         forward
         in guilt and are falling on their knees weeping their 
         guilt
         begging to be saved O Lord O Lord in their Monday 
         Tuesday Wednesday Thursday Friday Saturday
         and Sunday campaigns

Νίκος Καρούζος: Η Ελένη των ποιητών




Είναι σκιά
ενός άστρου που φλέγεται
της λεμονιάς το άρωμα Λευκή.
Χρόνια του έαρος
ω χρόνια καπνισμένα κι ο ουρανός αλήτευε στυφός.
Ελευθερώσετε τον ύπνο για την ωραιότητα
στα άλλο βράδυ πάνω σε φύλλα
τα νεαρά μου οστά.

Νίκος Καρούζος: Σκύβαλο αθανασίας




Με γρασωμένα τ’ άρβυλα στη φρίκη πάντοτες ανηφορίζω
λιμοκτονώντας από φλόγες τώρα πια
φαρσί εγκόσμιος
φαρσί δακρυσμένος
εσαεί χορογράφος του λεκτικού μου
κι ανερώτηγα ίασμος.
Κακοξόδευτη φώτιση σε μοβ κι άλλες βραδύτητες
χαμερπούς ορίζοντα
θρήσκευμα του σκύλου τ’ αλύχτημα ή ένα σόλοικο
παραισθητικό Σύμπαν
άνασσα φαραωνική μεσ’ από μαθηματικές ευλάβειες.
Είμαι ο ακούσιος της υπάρξεως
η κράση μου δεν είναι άνθος είναι ωμότητα
διάκειμαι χιλιόχρονος αν και πέφτω
σε ματωμένα δευτερόλεπτα αιωνίως
μ’ έχουν επισημάνει οι άνεμοι.


Μάιος 1989

Νίκος Καρούζος: Εδώ δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση




Είν’ ένας θάνατος να βγεις απ’ το εγώ σου κύριε
μα όμως σε σώζει απ’ το θάνατο.

Νίκος Καρούζος: Κοντά στον κάθε ήλιο




Εμείς τα μυθόβια όντα οι ποιητές
που βλέπουμε τις ράχες
που βλέπουμε τις κορφές και λέμε βουνοκύματα
δεν θα καταλαγιάσουμε.
Από αγάπη στο αδέκαστο κενό
από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο
θα περιπολούμε.
Τη χαραυγή τις πιο πολλές φορές κοιμόμαστε.
Κι όταν καμιά φορά μάς τύχει
κατηφορίζοντας απ’ τις πολυκατοικίες
να πάμε κάπως μακριά να περπατήσουμε πέρα
και να κοιτάξουμε κανένα ηλιοβασίλεμα
το αποτέλεσμα τζίφος.
Έχουμε πρόχειρο το σκοτάδι
και έχουμε πρόχειρο το φως – ανάλογα.
Πιστεύουμε σ’ εκατομμύρια γητειές
αφιερωνόμαστε στους ίσκιους.
Έχουμε τη μανία να καρποφορήσουμε
κυριεύοντας τις λέξεις.
Τι κουφή ρουλέτα.
Και θέλουμε να ξεφουσκώσουμε τον ουρανό
σα να ’τανε παιχνίδι.
Τι είναι ρίγος;
Άντε να το πεις με λέξεις...
Ωστόσο πρέπει να προσγειωθεί κανείς
στη μεγαλόπρεπη κοινοτοπία του αέρα
να γίνει σαν την επανάληψη του χόρτου
κάτι σαν τα αστάθμητα και έξω κριτικής
δρασκελίσματα του πρώτου τυχόντος γάτου.
Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ.
Είμαστε όμως τυχερά απελπισμένοι.
Έχουμε γαλάζιο αντικλείδι.
Έχουμε ξανά την Αττική.
Εκείνος που γράφει ποιήματα
είναι ακριβώς εκείνος
που περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα.

Νίκος Καρούζος: Η πρώιμη κόλαση της Εύας Μπράουν




Ένα φεγγάρι βρόμικο στα κράσπεδα της νύχτας
τυράγνια της ουράνιας πορτοκαλιάς των άστρων
ένα φεγγάρι ψόφιο σαν φεγγάρι
σαν ένα φάσκελο της άγονης αιωνιότητας.
Ένα φεγγάρι που κοκάλωσε στην άχρονη
της ακέραστης εκείνης Εύας την ασπρίλα
σαν κάποιο ζοφερό κατάλοιπο του δεύτερου Ζαρατούστρα
κι ας ανέρχεται στα γαλάζια τρέμουλα της πρασινάδας
ο Απροσμέτρητος.
Τώρα και χρόνια κόβει μόνη της κι αλλάζει
με μια θλίψη ανάερη στ’ ακριβότερα βάζα
τεράστια λουλούδια κι άλλα θρηνώδη λουλούδια εξουσιάζοντας
μ’ ανακόλουθη τρυφερότητα
η απόκρυφη γερμανιδούλα η Εύα
φιαλίδια λησμονιάς και περίφοβα ξυραφάκια
δίχως να νιώθει την ακόρεστην ωμότητα
που κατατρώγει και τον άγιο γύπα
τ’ αστραφτερά βασανιστήρια της αηδόνας
την κομψότητα του κενού μεσ’ στην αγάπη.
Τώρα και χρόνια καίει σωρούς τα γλυκόλογα με καθαρή βενζίνη
τυλίγοντας απαλά τον έρωτα στον ξέφρενο θόρυβο
που κάνουν έξω στα μακρουλά κοκαλιάρικα γεγονότα
κάτι αιφνίδιες μοτοσικλέτες και βλέποντας
τα υπέρτερα πουλιά σαν αντίδοτα
παντού μεσ’ στ’ ολοζώντανο και θυμωμένο δάσος
ωσάν αχόρταγες καρφίτσες της Ειμαρμένης –
η Εύα η λευκότατη δεσποινίδα.
Τώρα και χρόνια υποφέρει ματωμένα περιδέραια
τ’ άκαρπα διαμάντια και τα κίτρινα δώρα του Χιροχίτο
μονήρης κι αξιολύπητη… Μα η φύση ολόγυρα
δεν το βάζει κάτω – τι παράξενο,
δε λέει να ρημάξει την ηδυπάθεια
κι ανάμεσα στ’ άναρθρα σκουλήκια:
τις αξόδευτες δώθε-κείθε λάμψεις της άλαλης υγρασίας
- τι αρχαγγελικά συμβάντα τι ποθήματα…
Κι αυτός ο ουρανός ο νεανίσκος
αποβλέποντας ολοένα στην απλότητα…
Όχι περίστροφο! Δεν ταιριάζει στο κατάλευκο δέρμα
συλλογιέται την Άνοιξη, τα γαλάζια ρίγη, κ’ είναι Άνοιξη,
δεν ταιριάζει στοχάζετ’ ανάστροφα
μεσ’ στο λιγόωρο νυφικό της η φουκαριάρα,
διώχνει μακρύτερα τη μαυρίλα το καλόβολο δηλητήριο
τη σπρώχνει λιγάκι παραπέρα
κι ο κάθε δύστυχος θα πέσει μαλακότερα στην άβυσσο
θαρρεί πως πέφτει με τα πόδια διπλωμένα.

Νίκος Καρούζος: Τύμβος




Εκείθε πέρα στην άξεστη γενέτειρα
στ' ανοιξιάτικα ξέφωτα της ηρεμίας
δεν την αντέχεις εύκολα την άνθηση
της Ήρας οπού δεν κρατιέται τη νυμφομανία –
πας να πεθάνεις απ' το άρωμα των πορτοκαλιώνε.
Εκείθε πέρα θυμόμουνα μια μέρα περιδιαβάζοντας
ωσάν άρρωστος απ' αρίφνητην ύπαρξη
τα φιλιά της αβύσσου μη χορταίνοντας: τις πνοές με τα μύρα,
θυμόμουνα την παλιά συχωριανή μου την Τελέσιλλα
οπού σκάμπαζε η θεότρελη να συναλλάζει
τη λαμπράδα του στίχου με μιαν άτρομη σπάθα
τέτοια βαθειά κι ακόρεστη γυναίκα μέσ' στο ένδοξο Άργος
τηνέ θυμόμουνα θρυμματίζοντας το ρόδι της ομιλίας
κ' έλεγα μέσα μου πόσος έρωτας άραγε ναν της έλειψε
μη γνωρίζοντας τους πλημμυριστούς
μ' ένα αήττητο πράσινο πορτοκαλιώνες...
Κι ωστόσο τίποτα κανείς δεν χάνει (το πιο σπουδαίο).
Τ' ανθρώπινα είν' ανέκαθεν πλήρη.
Στην Ελευσίνα σήμερα οργιάζουν από λάμψεις
τα βιομηχανικά μυστήρια.
Βακχεύει η πολιτική και λάμπει η σελήνη.
Πεθαίνουμε γεννιόμαστε μπαινοβγαίνουμε στο Κοσμικό Κλάμα.
Γι' αυτό κ' εγώ μ' ένα τσεκούρι τα 'χω ρημάξει τα νοήματα
κρεουργημένα κι άταφα τ' αφήνω μέσ' στα έρημα δάση.
Σταφύλι λέω ναν την κάνω την πραγματικότητα –
έμπα σ' αυτό το ιερό δευτερόλεπτο. ρίξε κλαριά
κι άλλα κλαριά στην ανεξέλιχτη φωτιά
ρίξε μ' αυτά στη φλόγα της
και τον πελώριο βλάκα τον Προμηθέα.
Η οπλή του Κενταύρου τα μεσάνυχτα
σπιθίζει στο φυτρωμένο στερέωμα.
Είν' ώρα να διώξεις όληνε τη σκέψη απ' το κορμί σου.
είν' ώρα τα κατάμαυρα κι ανύπαρχτα φτερά σου να βλαστήσεις.
Το φως είναι μόνον εικόνισμα
η τραχηλιά της νύχτας: το φεγγάρι.
Πάρε χαμό στα χέρια σου και πλάσε
τη ζωή που σε θάνατο δεν πλαγιάζει.
Της σιγής το μονοπάτι μοιάζει να 'ναι ο φαλλός του Βούδδα.
Στον κόσμο που βαθιά υπάρχουμε διάδημα η φρίκη.

Allen Ginsberg: Death to Van Gogh's Ear






Μίλτος Σαχτούρης: Ο Σωτήρας




Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ’ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι

Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη

Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτή πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ’ το βούρκο πάλι και τ’ άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου

Όχι όχι τελείωσε δεν υπάρχει σωτηρία

Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιά

Ξέχασαν τα δικά μου σ ά ρ κ ι ν α χέρια που κόπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους


Μίλτος Σαχτούρης: Ο Ελεγκτής




Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
                   είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο










Ανδρέας Εμπειρίκος: Ωρίων




Στον Οδυσσέα Ελύτη 

Η απροσδιόριστη εποχή με τα λελέκια της
Επέπλευσε στους ογκοπάγους και φέρεται προς δυσμάς
Γυμνά τα κρύσταλλα γυμνά τα χελιδόνια μες στον ήλιο
Και τραγουδούν τη διασταύρωσι στον κατεβασμό
Ριπή της γης
Φαρέτρες της ανοίξεως
Δε δολιχοδρομούν οι πάγοι δίχως κάποιαν ελπίδα
Η θαλπωρή κάθε φωνής περιέχει ολόκληρη τη σημασία της
Τροπή της εξορμήσεως
Με τα πανίσχυρα λελέκια στον κατεβασμό
Τα πολικά ιριδίσματα ξαναγεννιούνται μες στα σύννεφα
Κι’ από τις χθεσινές σκιές τραβούνε οι συρτές τα ψάρια
Χαίνει ο ουρανός και φτερουγίζουν τα μαμούνια
Η δόσι αυτή είναι της οπτασίας
Δεν είναι ανάγκη να κρυφτούν οι γλάροι
Όρθιοι οι ναύτες ψάχνουν τον ορίζοντα
Μια κιβωτός φάνηκε στο Αραράτ
Κλάδο ελαίας προσκομίζει μια νεράιδα
Κρατά στα δόντια της ένα δαχτυλίδι
Τα δάχτυλά της έχουν ευγλωττία
Το μήνυμά της έρχεται από μακριά
Τριάντα χρόνια περιμέναμε στους ογκοπάγους
τη διασταύρωσι με τη σειρήνα
Όταν ακούσθηκε το σφύριγμα του βαποριού
Και φάνηκε η σειρήνα στο μειδίαμά της
Χωρίς αμφιβολία μας περίμενε απ’ το πρωί
Όταν βιάζονται τα λόγια φθάνει η φωνή
Και τα λελέκια περιίπτανται μέσα στο φως της
Ανατολή ανατολή
Τροπή του ήλιου στα χαράματα
Κατεβασμός των ογκοπάγων
Ο θόλος καθενός μας γεμίζει από ρόδινα πούπουλα
Πολλοί από μας καπνίζουν πίπες από γιούσουρι
Άλλοι τσιμπούκια από αφρό θαλάσσης
Και το πλατάγισμα της προσεγγίσεώς μας
Θυμίζει τ’ όνομα μιας παμπάλαιας πόλεως
Όλοι μας τρέχουμε να δούμε αν φανερώθηκε
Αφού ο ορίζων λάμπει
Αφού της μοιάζει τόσο.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Aνδρέας Εμπειρίκος: Εις την Οδόν των Φιλελλήνων




                     Στον Conrad Russel Rooks

Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
      Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
      Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
      Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
      Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
      Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
      "Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".

Τάκης Παπατσώνης: Tα εις εμαυτόν




Τ’αγαπημένα, τα ορθάνοιχτα χρόνια της ζωής μου,
που τα σφαλήσανε στην άπνοια και την καταχνιά -
ό,τι με στέρησαν, που να τα ξαναβρώ;..
Προσπάθησα με τις αφαιρέσες ν’ αναπληρώσω
αρμύρες, άστρα, δέντρα, πολιτείες`
ήρθε και με συντρόφεψε η μελέτη`
σκληρή κι αυτή, μου φώτισε το τί έχω χάσει…
Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές` πως θ’ αναπλήρωνεν
ο θάνατος τη ζωή, κ’ οι ξεραϊλες
πλούσια χλωρίδα των καλών καιρών;
Μην οι νεκροί αναστήσονται κ’ αινεσουσί σε;…
Κλείσθηκα και μονώθηκα με την αγάπη -
τη βαθύρριζη αγάπη, την πολύ πιστή -
κ’ ήταν πηγάδι αστέρευτο η ευφροσύνη,
μ’ λεγνοιες, με μέριμνες και με στοργές,
σύνεργα που γεμίζανε τους αδειασμένους
κι αμελημένους χώρους μιάς άθλιας ψυχής…
Άλλα ήρθαν και τα κόψανε τα νήματα !
Μου στρέβλωσαν την αρμονία και της αγάπης !
Ούτε αυτήν δεν μου αφήκαν` μάταιες οι έγνοιες
κούφιες [] οι μακρόσυρτες προσευχές !..
Και τάχα τώρα ποια πλέον προσμονή
ή ποια στροφή θα μου αποδώση ό,τι αφαιρέθη;
Και το άδικο [] <το> τόσο [] μεγάλο
θαν [] το αστερώση,
για ναν το βλέπουν οι μελλούμενοι στις νύχτες τους
και ν΄ανακράζουν:
…Βλέπεις τούτα τ’ άστρα,
μόλις θεατά, με τα στριμμένα σχήματα;..
Είναι η σφραγίδα της δυστυχίας κάποιου Παπατζώνη,
που τόσο υπόφερε, τότε που μάχονταν όλοι οι ανθρώποι,
χρόνια κλεισμένος στον περίβολο της μάντρας του,
χτυπημένος απο βολίδα του κακού…
Του Παπατζώνη, που έχασε τα ωραία του χρόνια`
που ό,τι αγαπούσε του διαλύθηκε σαν υδρατμός,
και στοίχειωσαν οι άδειοι χώροι γύρω του -
οι άδειοι χώροι του σπιτιού και της ψυχής…
Και θάρχεται κάτι λίγο σαν φθόνο;
στους αγρυπνούντες, τους ονειροπόλους,
βλέποντας τ’ άστρα με τα στρεβλά σχήματα,
γιατί δεν θα στοχάζωνται τι πυκνωμένο
φαρμάκι κάθε αστέρι της εικόνας
τόχει μορφώσει και τι φούντωμα ανταρσίας !..
Έτσι είναι αστόχαστες γενιές μελλούμενες
και θέλγονται ν’ αποζητάνε πάθη
που δεν τα ξέρουν πόσο είναι αβάσταχτα…[]
Έτσι θαμπώνονται τα φτωχά βλέμματα
με δυό χλωμές αχίδες, δυό φωτερά
στίγματα - αξιοδάκρυτη εισφορά στην πλησμονή
του εράνου που προσφέρνει το βαρύ
στερέωμα…
Όμως εμένα, όλος τούτος ο όγκος
ένου άστοργου στερεώματος γνώριμος είναι
στα στήθια μου, που τα συμπίεσε και τα σύνθλιψε
σ’όλο το μάκρος του μικρού μου αιώνα
κατά τα χρόνια που έχασα
και δεν θα μεταβρώ

Wallace Stevens: Thirteen Ways of Looking at a Blackbird




I
Among twenty snowy mountains, 
The only moving thing 
Was the eye of the blackbird. 

II
I was of three minds, 
Like a tree 
In which there are three blackbirds. 

III
The blackbird whirled in the autumn winds. 
It was a small part of the pantomime. 

IV
A man and a woman 
Are one. 
A man and a woman and a blackbird 
Are one. 

V
I do not know which to prefer, 
The beauty of inflections 
Or the beauty of innuendoes, 
The blackbird whistling 
Or just after. 

VI
Icicles filled the long window 
With barbaric glass. 
The shadow of the blackbird 
Crossed it, to and fro. 
The mood 
Traced in the shadow 
An indecipherable cause. 

VII
O thin men of Haddam, 
Why do you imagine golden birds? 
Do you not see how the blackbird 
Walks around the feet 
Of the women about you? 

VIII
I know noble accents 
And lucid, inescapable rhythms; 
But I know, too, 
That the blackbird is involved 
In what I know. 

IX
When the blackbird flew out of sight, 
It marked the edge 
Of one of many circles. 

X
At the sight of blackbirds 
Flying in a green light, 
Even the bawds of euphony 
Would cry out sharply. 

XI
He rode over Connecticut 
In a glass coach. 
Once, a fear pierced him, 
In that he mistook 
The shadow of his equipage 
For blackbirds. 

XII
The river is moving. 
The blackbird must be flying. 

XIII
It was evening all afternoon. 
It was snowing 
And it was going to snow. 
The blackbird sat 
In the cedar-limbs.

Mark Strand: The Everyday Enchantment of Music


Mark Strand & Octavio Paz

A rough sound was polished until it became a smoother sound, which was polished until it became music. Then the music was polished until it became the memory of a night in Venice when tears of the sea fell from the Bridge of Sighs, which in turn was polished until it ceased to be and in its place stood the empty home of a heart in trouble. Then suddenly there was sun and the music came back and traffic was moving and off in the distance, at the edge of the city, a long line of clouds appeared, and there was thunder, which, however menacing, would become music, and the memory of what happened after Venice would begin, and what happened after the home of the troubled heart broke in two would also begin.

Mark Strand: Mystery and Solitude in Topeka




Afternoon darkens into evening. A man falls deeper and deeper into the slow spiral of sleep, into the drift of it, the length of it, through what feels like mist, and comes at last to an open door through which he passes without knowing why, then again without knowing why goes to a room where he sits and waits while the room seems to close around him and the dark is darker than any he has known, and he feels something forming within him without being sure what it is, its hold on him growing, as if a story were about to unfold, in which two characters, Pleasure and Pain, commit the same crime, the one that is his, that he will confess to again and again, until it means nothing.


Mark Strand: Futility in Key West




I was stretched out on the couch, about to doze off, when I imagined a small figure asleep on a couch identical to mine. “Wake up, little man, wake up,” I cried. “The one you’re waiting for is rising from the sea, wrapped in spume, and soon will come ashore. Beneath her feet the melancholy garden will turn bright green and the breezes will be light as babies’ breath. Wake up, before this creature of the deep is gone and everything goes blank as sleep.” How hard I try to wake the little man, how hard he sleeps. And the one who rose from the sea, her moment gone, how hard she has become—how hard those burning eyes, that burning hair.

Mark Strand: The Mysterious Arrival of an Unusual Letter




It had been a long day at the office and a long ride back to the small apartment where I lived. When I got there I flicked on the light and saw on the table an envelope with my name on it. Where was the clock? Where was the calendar? The handwriting was my father’s, but he had been dead for forty years. As one might, I began to think that maybe, just maybe, he was alive, living a secret life somewhere nearby. How else to explain the envelope? To steady myself, I sat down, opened it, and pulled out the letter. “Dear Son,” was the way it began. “Dear Son” and then nothing.

Mark Strand: Man and Camel




On the eve of my fortieth birthday
I sat on the porch having a smoke
when out of the blue a man and a camel
happened by. Neither uttered a sound
at first, but as they drifted up the street
and out of town the two of them began to sing.
Yet what they sang is still a mystery to me—
the words were indistinct and the tune
too ornamental to recall. Into the desert
they went and as they went their voices
rose as one above the sifting sound
of windblown sand. The wonder of their singing,
its elusive blend of man and camel, seemed
an ideal image for all uncommon couples.
Was this the night that I had waited for
so long? I wanted to believe it was,
but just as they were vanishing, the man
and camel ceased to sing, and galloped
back to town. They stood before my porch,
staring up at me with beady eyes, and said:
“You ruined it. You ruined it forever.”

Mark Strand: Keeping Things Whole




In a field
I am the absence
of field.
This is
always the case.
Wherever I am
I am what is missing.

When I walk
I part the air
and always
the air moves in 
to fill the spaces
where my body’s been.

We all have reasons
for moving.
I move
to keep things whole.

Mark Strand: The End




Not every man knows what he shall sing at the end,
Watching the pier as the ship sails away, or what it will seem like
When he’s held by the sea’s roar, motionless, there at the end,
Or what he shall hope for once it is clear that he’ll never go back.

When the time has passed to prune the rose or caress the cat,
When the sunset torching the lawn and the full moon icing it down
No longer appear, not every man knows what he’ll discover instead.
When the weight of the past leans against nothing, and the sky

Is no more than remembered light, and the stories of cirrus
And cumulus come to a close, and all the birds are suspended in flight,
Not every man knows what is waiting for him, or what he shall sing
When the ship he is on slips into darkness, there at the end.

Mark Strand: From the Long Sad Party




Someone was saying
something about shadows covering the field, about
how things pass, how one sleeps towards morning
and the morning goes.

Someone was saying
how the wind dies down but comes back,
how shells are the coffins of wind
but the weather continues.

It was a long night
and someone said something about the moon shedding its
   white
on the cold field, that there was nothing ahead
but more of the same.

Someone mentioned
a city she had been in before the war, a room with two
   candles
against a wall, someone dancing, someone watching.
We began to believe

the night would not end.
Someone was saying the music was over and no one had
   noticed.
Then someone said something about the planets, about the
   stars,
how small they were, how far away.

Νίκος Καρούζος: Ομορφαίνω τη μοίρα




Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ' τις μητέρες
κι ο άξιος εύκολα μένει στο όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος,
πολεμά την τίγρισσα,
κι η θρησκεία κι η τέχνη κηλίδες απάνω στο θηρίο
κι οι ποιητές κι οι φιλόσοφοι κηλίδες
ανώφελες και γύρω τους η ερημιά.
Τρέχει τ' άγριο ζώο πηδά στροβιλίζει τον τρόμο
και τρέφεται με τους φόνους
και τρέχει το δέρμα του και τρέχουν οι κηλίδες
ακίνητες και γύρω τους η ερημιά.

Νίκος Καροῦζος: Βαθμίδες




1.
Ἤτανε ὅλο τὸ πρωῒ σημαιοστολισμένο
καὶ τραγουδοῦσα.
Ὁλοένα ἔρχονται πιὰ
σὰν ἀπὸ ἀνώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια νὰ βρῶ τὴν αἴθουσα
πρέπει νὰ μιλήσω σὲ τόσους
φίλους με τὰ αἰώνια τώρα μάτια.
Κινεῖται ὁ δρόμος πρὸς τὸ μεσημέρι.

2.
Ἂν εἴδατε τὴ μοναξιὰ ποτὲ πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι
νὰ σὰς ἀπειλεῖ
μ᾿ ἕνα μαχαίρι σιωπὴ
ποὺ ἀργὰ θὰ σχίσει τὸ δικὀ σας στῆθος
ὅπως φάντασμα τὴν πόρτα περνᾷ
μὲ γελαστὰ τὰ ἐξογκωμένα μῆλα
καὶ νὰ στέκει-
θὰ μὲ ἀγαπήσετε, εἶναι γυμνὸ
σαρώθηκε αὐτὸ τὸ μεσημέρι.

3.
Ὅλα κοστίζουν ἕνα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τὸν ἔρωτα κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὄνειρα
ἔλα στὴν κάτω γειτονιὰ καὶ πές: Κορόνα γράμματα
ἐκεῖ ποὺ χάνεται ἡ ψυχὴ νὰ βυθιστεῖς.
Θέλω ν᾿ ἀκούσεις τὸ μεγάλο μυστικὸ
γιὰ πάντα πέφτει ὁ καρπὸς ἀπ᾿ τὸ δέντρο.
Ἐντούτοις ἐκεῖ ποὺ χάνεται ὁ δρόμος
νὰ τραβήξεις.
Ὅ,τι νὰ σὲ καλέσει
δὲν εἶναι γιὰ ἐπιστροφὴ
τὰ δάκρυα κι ὁ πόνος κοφτερὸς
εἶναι μέσ᾿ στὸ παιχνίδι.
Ὅποιες φωνὲς ἀκούσεις μὴ σὲ παρασύρουν
σφάξε τὴ μιὰ ὀμορφιὰ νὰ πιεῖ τὸ αἷμα ἡ ἄλλη.
Κορόνα γράμματα νὰ παίξεις
τὶς ὦρες καὶ τὰ χρόνια
μόνος με τὸν ἔρημο ἀντίπαλο.