Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Ο Κωστής Παπαγιώργης γράφει για τον Τζέημς Τζόυς και την "μπουρδελοθεολογία" του γύρω από τη Νόρα







[...]

Ο Τζόυς ήταν κατά κάποιον τρόπο «φυγάς θεόθεν και αλήτης». Κοντά σε όλα, αλλά και μακριά απ' όλα. Παρά το γεγονός ότι η γυναίκα του ήταν λαϊκή και δεν πολυκαταλάβαινε τα καπρίτσια και τις μυστικές μεταλλαγές του, την ήθελε ως εξομολογητή του. «Είμαι εχθρός της ποταπότητας και της δουλικότητας των ανθρώπων, όχι δικός σου. Δεν μπορείς να δεις την απλότητα που βρίσκεται πίσω απ' όλες μου τις μεταμφιέσεις; Όλοι μας φοράμε μάσκες. Μερικοί που ξέρουν ότι είμαστε μαζί συχνά με προσβάλλουν όταν αναφέρονται σε σένα. Τους ακούω ήρεμα, απαξιώνοντας να τους απαντήσω, όμως και η παραμικρή τους λέξη αναστατώνει την καρδιά μου, σαν πουλί παγιδευμένο στη θύελλα».

Ο Τζόυς, στις απαρχές της συγγραφικής του μανίας, στο πρόσωπο της Νόρας έχει βρει μια ακροάτρια, μια ερωμένη, μια λαϊκή ψυχή που δεν έχει πνευματική διάσταση, παραταύτα έχει αγγίξει τις βαθύτερες χορδές του και της γράφει σαν να απευθύνεται στον δεύτερό του εαυτό. Πλην όμως, όταν η ερωτική ζήλια κάνει χαρτί, διαβάζουμε έναν διαφορετικό Τζόυς: «Είναι γιος μου ο Τζώρτζι; Η πρώτη φορά που κοιμήθηκα μαζί σου στη Ζυρίχη ήταν στις 11 Οκτωβρίου κι εκείνος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου. Μας κάνει εννιά μήνες και 16 μέρες. Θυμάμαι ότι το αίμα ήταν ελάχιστο εκείνο το βράδυ. Σε έχει γαμήσει κανένας άλλος πριν έρθεις μαζί μου; Μου έχεις πει ότι ένας κύριος ονόματι Χόλοχαν (καλός καθολικός, εννοείται, τυπικός στην άσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων το Πάσχα) ήθελε να σε γαμήσει όταν ήσουν σ' εκείνο το ξενοδοχείο, χρησιμοποιώντας αυτό που αποκαλούν "αγγλική καπότα". Το έκανε; Ή μήπως τον άφησες μονάχα να σε χαϊδέψει και να σε πασπατέψει με το δάχτυλο; Τι θα απογίνει τώρα η αγάπη μου; Εδώ στο Δουβλίνο κυκλοφορεί (σικ) η φήμη ότι τρώω τα αποφάγια αλλωνών. Ίσως να γελάνε όταν με βλέπουν να μοστράρω τον γιο "μου" στους δρόμους».

Καταρρακωμένος, ανίσχυρος μπροστά στην πρόγκα των άλλων, ο Τζόυς αναλύεται σε περιπαθείς εξομολογήσεις: «Σε βλέπω σε εκατοντάδες στάσεις, αλλόκοτες, αισχρές, παρθενικές, ληθαργικές. Δώσ' μου τον εαυτό σου, πολυαγαπημένη, δωσ' μου τον ολόκληρο όταν συναντηθούμε. Όλα όσα είναι ιερά, κρυμμένα από τους άλλους, πρέπει να μου τα δώσεις ανεπιφύλακτα. Θέλω να είμαι ο κύριος της ψυχής και του κορμιού σου». Στη συνέχεια, η τάση προς την πορνογραφία αναλαμβάνει τη θεραπεία της ερωτευμένης του ψυχής. «Έδωσα σε άλλους την περηφάνια και την ευθυμία μου. Σε σένα δίνω την αμαρτία, την τρέλα, την αδυναμία και τη θλίψη, σώσε με από την κακία του κόσμου και από την ίδια μου την καρδιά...». Πώς νιώθει ο Τζόυς όταν η Νόρα τον κρατάει στο χέρι σαν ένα βοτσαλάκι... «Ω, να μπορούσα να φωλιάσω στην κοιλιά σου σαν παιδί γεννημένο από τη σάρκα και το αίμα σου, να τραφώ από το αίμα σου, να κοιμηθώ στο ζεστό, μυστικό σκοτάδι του κορμιού σου!».

«Η αγάπη μου για σένα μου επιτρέπει να αναπέμπω τις προσευχές μου στο πνεύμα της αιώνιας ομορφιάς και της τρυφεράδας που καθρεφτίζεται στα μάτια σου ή να σε ρίχνω μπρούμυτα πάνω στην απαλή κοιλιά σου και να σε γαμάω από πίσω, σαν κάπρος που μαρκαλίζει γουρούνα, αγαλλιώντας με κάθε βρομιά, κάθε σταγόνα ιδρώτα, κάθε μυρωδιά που αναδύεται από τον κώλο σου, απολαμβάνοντας την αισχρή ακαταστασία του αναποδογυρισμένου σου φορέματος και της λευκής κοριτσίστικης κιλότας σου, την έξαψη στα κοκκινισμένα σου μάγουλα, στα ανακατεμένα σου μαλλιά. Γίνε η πουτάνα μου, η παλλακίδα μου όποτε σου αρέσει, μικρή μου αυνανίστρια, ξετσίπωτο πουτανάκι μου!».

Οι πορνογραφικές ροπές του Τζόυς αναδεικνύονται, όπως ξέρουμε, στο τελευταίο κεφάλαιο του Οδυσσέα, όπου δεν υπάρχει τελεία, κόμμα, διακοπή, παράγραφος, παρεκτός ένα πλατύ ποτάμι μπουρδελοθεολογίας. Ας την ακούσουμε: «... Θεέ μου, συγχώρεσέ μας, νόμισα πως τα ουράνια πέφταν πάνω μας για να μας τιμωρήσουν όταν σταυροκοπήθηκα και προσευχήθηκα στην Παναγία σαν εκείνα τα φοβερά αστροπελέκια του Γιβραλτάρ κι ύστερα έρχονται και σου λένε πως δεν υπάρχει Θεός τι θα μπορούσες να κάμεις αν αυτό ερχόταν και στριφογύριζε ολόγυρά σου τίποτα μόνο μια πράξη συντριβής σαν τη λαμπάδα που άναψα εκείνο το βράδυ στο εκκλησάκι της οδού Γουάιτφραϊαρς την Πρωτομαγιά... επειδή έπρεπε να είχε χύσει τρεις ή τέσσερις φορές μ' αυτό το τρομερό μεγάλο κόκκινο άγριο πράμα που έχει νόμισα ότι η φλέβα ή όπως αλλιώς το λένε η ουρήθρα ότι ήταν έτοιμη να σπάσει παρόλο που η μύτη μου δεν είναι τόσο μεγάλη... σε όλη μου τη ζωή δεν ένιωσα κανέναν να την έχει τόσο μεγάλη να σε κάνει να νιώθεις γεμάτη θα έπρεπε να είχε φάει ένα ολόκληρο αρνί εξάλλου ποιος είναι ο λόγος που μας έκαναν έτσι με μια μεγάλη τρύπα στη μέση κι αυτός να τη σπρώχνει μέσα του σαν βαρβάτο άλογο γιατί αυτό θέλουν από σένα με εκείνο το αποφασιστικό διεφθαρμένο βλέμμα τους... ωραία εφεύρεση βρήκανε για τις γυναίκες αυτός να παίρνει όλη την ευχαρίστηση...».


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου